Δημογραφία και επιδημιολογία ως καθοριστές του μέλλοντος της κοινωνικής ασφάλισης και της βιωσιμότητας του συστήματος υγείας

Δεδομένης της γήρανσης του πληθυσμού τόσο στην Ελλάδα όσο και πανευρωπαϊκά, το ιδιαίτερα επίμαχο θέμα της βιωσιμότητας της κοινωνικής ασφάλισης και του συστήματος υγείας συζητήθηκε στο πλαίσιο στρογγυλής τράπεζας, την οποία συντόνισε ο Πρύτανης του ΕΚΠΑ κ. Γεράσιμος Σιάσος.

Ξεκινώντας με την επισήμανση ότι το δημογραφικό ζήτημα θα μπορούσε να αποτελέσει θέμα για ένα ξεχωριστό συνέδριο από μόνο του, ο κ. Σιάσος έθεσε μια σειρά από ερωτήματα στον Καθηγητή Δημογραφίας κ. Βύρωνα Κοτζαμάνη, στην Καθηγήτρια Δημόσιας Υγείας και Διευθύντρια Ερευνών στο Ίδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών Ακαδημία Αθηνών κ. Ιωάννα Τζουλάκη και στον Υφυπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης κ. Πάνο Τσακλόγλου, σχετικά με το παρόν και το μέλλον του συστήματος υγείας και του ασφαλιστικού συστήματος της χώρας μας.

Σχολιάζοντας αρχικά ότι το δημογραφικό πρόβλημα επηρεάζει την επιδημιολογία των νόσων, αλλά και τη βιωσιμότητα της κοινωνικής ασφάλισης και του συστήματος υγείας, ο κ. Σιάσος κάλεσε τον κ. Κοτζαμάνη να αναφέρει κάποια δεδομένα σχετικά με το δημογραφικό ζήτημα στη χώρα μας.

Λαμβάνοντας τον λόγο, ο κ. Κοτζαμάνης ανέφερε ότι η δημογραφία επηρεάζεται από τρεις παράγοντες: τις γεννήσεις, τους θανάτους και τη μετανάστευση. Στην Ελλάδα, από 155.000 γεννήσεις ανά έτος που είχαμε κατά την πρώτη μεταπολεμική εικοσιπενταετία, ο αριθμός αυτός μειώθηκε σε περίπου 115.000 το διάστημα 1985-2010, ενώ μειώθηκε ακόμη περαιτέρω φθάνοντας τις 70.000 στη δεκαετία του 2020. Αντιθέτως, η διάρκεια ζωής έχει αυξηθεί κατά 15 χρόνια περίπου, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο αριθμός των ηλικιωμένων. Συγχρόνως, η αυξημένη μετανάστευση των νέων παραγωγικής και αναπαραγωγικής ηλικίας, ιδίως κατά την τελευταία 15ετία, έχει ανατρέψει ακόμη περισσότερο την ισορροπία μεταξύ νέων και ηλικιωμένων. Το ποσοστό των ατόμων >65 ετών, που σήμερα είναι 23%, αναμένεται ότι θα φθάσει το 33-35% το 2050, ενώ στο εσωτερικό αυτής της ομάδας αυξάνονται ταχύτερα τα άτομα >85 ετών. Η ομάδα των εν δυνάμει εργαζομένων (20-65 ετών) αριθμεί σήμερα 6 εκατομμύρια άτομα, αλλά αναμένεται ότι θα μειωθεί κατά 1.750.000 άτομα περίπου έως το 2050.

Οι δυσμενείς αυτές δημογραφικές εξελίξεις δημιουργούν μεγάλες προκλήσεις για την κοινωνική ασφάλιση και το σύστημα υγείας. Ωστόσο, οι εξελίξεις αυτές δεν είναι απαραίτητο να συμβούν νομοτελειακά, υπάρχουν μέτρα με τα οποία θα μπορούσαμε να τις αναχαιτίσουμε. Θα πρέπει, λοιπόν, να μεριμνήσουμε από τώρα για την αύξηση των διαθέσιμων πόρων για κοινωνική ασφάλιση, γιατί αν δεν το κάνουμε, θα πληρώσουμε την αδράνεια της έλλειψης μέτρων.

Στην ερώτηση του κ. Σιάσου, εάν θα αντέξει το σύστημα ασφάλισης και το συνταξιοδοτικό σύστημα και ποιες ενέργειες γίνονται προς αυτή την κατεύθυνση, ο κ. Τσακλόγλου απάντησε πως το πρόβλημα με το συνταξιοδοτικό μας σύστημα έγκειται στο ότι είναι διανεμητικό και εξαρτάται από την αναλογία συνταξιούχων και εργαζομένων. Σχεδόν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες άρχισαν να παίρνουν μέτρα για το πρόβλημα αυτό: ανατροπή των σχεδίων για πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, προσαρμογή των ποσοστών αναπλήρωσης, σύνδεση του προσδόκιμου επιβίωσης με την ηλικία συνταξιοδότησης. Κάποιες χώρες πήγαν ακόμα πάρα πέρα, θέτοντας τους λεγόμενους σταθεροποιητές, δηλ. άμεση προσαρμογή των συντάξεων σε περίπτωση που η συνταξιοδοτική δαπάνη ξεπερνούσε ένα ορισμένο όριο. Επίσης προσπάθησαν να δημιουργήσουν συστήματα που να λειτουργούν συμπληρωματικά προς το διανεμητικό σύστημα και τα οποία να μην υπόκεινται στον δημογραφικό κίνδυνο. Τέτοια είναι τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα.

Στην Ελλάδα, η πρώτη προσπάθεια για λήψη μέτρων επιχειρήθηκε το 2001 και εγκαταλείφθηκε γιατί η χώρα παρέλυσε από τις κινητοποιήσεις. Στην εποχή των μνημονίων υιοθετήθηκαν, με πολύ μεγάλο κοινωνικό κόστος, τα περισσότερα από τα προαναφερθέντα μέτρα, τα οποία οδήγησαν σε μια σχετική σταθεροποίηση του συνταξιοδοτικού συστήματος. Δεν λήφθηκαν όμως κεφαλαιοποιητικά μέτρα, τα οποία δρομολογούνται τα τελευταία χρόνια.

Η άλλη πολιτική που επιχειρείται είναι η αύξηση του εργατικού δυναμικού. Υπάρχουν τέσσερις μεγάλες ομάδες με χαμηλό ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό: οι γυναίκες, οι νέοι, τα άτομα με αναπηρία και οι ηλικιωμένοι. Οι πολιτικές που ενθαρρύνουν τη συμμετοχή τους στο εργατικό δυναμικό έχουν ήδη δώσει αποτελέσματα, που σε κάποιες περιπτώσεις είναι ίσως και θεαματικά. Ο κ. Τσακλόγλου κατέληξε λέγοντας ότι, σύμφωνα με την έκθεση για τη γήρανση που εκδίδει η ΕΕ κάθε δύο χρόνια, φαίνεται ότι το συνταξιοδοτικό μας σύστημα είναι βιώσιμο, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι θα τηρήσουμε τους σημερινούς κανόνες.

Κατόπιν ο κ. Σιάσος κάλεσε την κ. Τζουλάκη να περιγράψει πώς η γήρανση του πληθυσμού και η επιδημιολογία των χρόνιων νοσημάτων πιέζουν το σύστημα υγείας και πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αυτή την πίεση.

Η κ. Τζουλάκη απάντησε πως ο ρυθμός αύξησης του προσδόκιμου ζωής έχει αρχίσει να μειώνεται και να φθάνει σε ένα πλατό. Αυτό στο οποίο θα πρέπει να επικεντρωθούμε είναι η καλή υγεία σε μεγάλη ηλικία, καθώς αυξάνονται τα χρόνια ζωής με προβλήματα υγείας. Κάτι άλλο που πρέπει να προσέξουμε είναι το γεγονός ότι το ποσοστό των ατόμων άνω των 65 ετών δεν κατανέμεται ομοιόμορφα μέσα στη χώρα: τα μεγαλύτερα ποσοστά συναντώνται κυρίως στην περιφέρεια, όπου η πρόσβαση στο σύστημα υγείας είναι και πιο δύσκολη. Μεγάλες διαφορές παρατηρούνται επίσης στα φαινόμενα κοινωνικής αποστέρησης (social deprivation) μεταξύ διαφορετικών κοινωνικοοικονομικών ομάδων του πληθυσμού. Όσον αφορά στην επιδημιολογία, δύο χαρακτηριστικά που επηρεάζουν το σύστημα υγείας είναι τα εξής: αφενός ότι δεν μας ανησυχούν πλέον τόσο οι μολυσματικές νόσοι, αλλά τα χρόνια νοσήματα -π.χ. καρδιαγγειακά, νεοπλασματικά, ψυχικά, νευροεκφυλιστικά νοσήματα- και αφετέρου η πολυνοσηρότητα, δηλ. η συγκέντρωση πολλών χρόνιων παθήσεων, συστάδων χρόνιων παθήσεων σε ένα άτομο. Οι συστάδες αυτές οφείλονται είτε στο ότι το ένα νόσημα φέρνει το άλλο είτε στο ότι υπάρχουν κοινοί παράγοντες κινδύνου. Η παχυσαρκία και το κάπνισμα είναι σημαντικοί παράγοντες πολυνοσηρότητας, οι οποίοι είναι ιδιαίτερα αυξημένοι στη χώρα μας. Όλα αυτά δημιουργούν ξεχωριστές προκλήσεις ως προς τη χρήση του συστήματος υγείας και τις δαπάνες, καθώς το σύστημα υγείας είναι φτιαγμένο για τη διαχείριση μεμονωμένων νοσημάτων. Δεν γνωρίζουμε στην Ελλάδα, αλλά ούτε και στην Ευρώπη, πώς μπορούμε πλέον να έχουμε ένα σύστημα υγείας και μια κοινωνική ασφάλιση που να ανταποκρίνεται στην πολυνοσηρότητα.

Στο σημείο αυτό, ο κ. Σιάσος επισήμανε ότι η πολιτεία κάνει προσπάθειες για την πρόληψη αυτών των χρόνιων νοσημάτων μέσω του προγράμματος «Προλαμβάνω» και στη συνέχεια κάλεσε τον κ. Κοτζαμάνη να καταθέσει τις προτάσεις του για τους τρόπους βελτίωσης του συστήματος υγείας και κοινωνικής ασφάλισης.

Οι προσπάθειες θα πρέπει να επικεντρωθούν σε δύο σημεία, είπε ο Κοτζαμάνης. Το ένα είναι ότι, παρόλο που ο πληθυσμός των ατόμων 20-64 ετών θα μειωθεί, δεν πρέπει να μειωθεί ο αριθμός των εργαζομένων. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί αν το ποσοστό απασχόλησης στη χώρα μας φθάσει σταδιακά στο ποσοστό που υπάρχει σήμερα στις χώρες του ευρωπαϊκού βορρά (δηλαδή στα 100 άτομα 20-64 ετών να εργάζονται οι 82), με την είσοδο στην αγορά εργασίας διαφόρων ομάδων που σήμερα δεν εργάζονται. Το δεύτερο είναι ότι θα πρέπει να δεχτούμε ένα ήπιο θετικό μεταναστευτικό ισοζύγιο, γύρω στις 20.000 άτομα ανά έτος, το οποίο δεν θα προκύψει μόνο από την είσοδο αλλοδαπών, αλλά και από τη μείωση της φυγής των νέων και από την επιστροφή κάποιων Ελλήνων που μετανάστευσαν.

Ο κ. Κοτζαμάνης επισήμανε επίσης ότι η χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης και του συστήματος υγείας δεν εξαρτάται μόνο από το πλήθος των εργαζομένων. Σύμφωνα με εκθέσεις διαφόρων οργανισμών, είμαστε μια χώρα με χαμηλές επενδύσεις, χαμηλή παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας, χαμηλή προστιθέμενη αξία των προϊόντων που παράγουμε και χαμηλή ανταγωνιστικότητα. Αν, λοιπόν, θέλουμε να διευρύνουμε τις παροχές του κράτους πρόνοιας, θα πρέπει να αλλάξουμε ριζικά το σημερινό μοντέλο. Συνεπώς, το δημογραφικό πρόβλημα επιτάσσει αλλαγές και εκτός του δημογραφικού πεδίου.

Όσον αφορά τον ρόλο που θα μπορούσε να παίξει η τεχνολογία στη βελτίωση των υπηρεσιών του συστήματος υγείας, η κ. Τζουλάκη παρατήρησε ότι θα πρέπει να εκμεταλλευτούμε την τεχνολογία, ιδίως για τη βελτίωση της πρόσβασης στο σύστημα υγείας. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει για παράδειγμα πλατφόρμες για τα χρόνια νοσήματα, εκπαίδευση για τα φάρμακα ή τηλεϊατρική. Ένας σημαντικός τομέας είναι τα συστήματα πρόληψης και στον τομέα αυτό υπάρχουν θετικές εξελίξεις – ήδη εφαρμόζεται περισσότερη πρωτοβάθμια πρόληψη, αλλά έχουμε περιθώρια να κάνουμε περισσότερα. Με στοχευμένες ενέργειες πρόληψης, κυρίως στη μέση ηλικία, θα μπορούσαμε να επιτύχουμε καθυστέρηση της εμφάνισης σημαντικών χρόνιων νοσημάτων, π.χ. της άνοιας, και έτσι να επιτύχουμε υγιή γήρανση. Συνεπώς, τα σημεία στα οποία θα πρέπει να επικεντρωθούμε στον τομέα της υγείας είναι η πρόληψη και η τεχνολογία.

Τέλος, τέθηκε το ερώτημα από τον κ. Σιάσο, κατά πόσον προβλέπεται αύξηση της χρηματοδότησης του συστήματος υγείας τα επόμενα χρόνια, δεδομένης της αύξησης του αριθμού των ηλικιωμένων και των υπερηλίκων.

Ο κ. Τσακλόγλου παρατήρησε ότι στην Ελλάδα διαχρονικά ξοδεύουμε περισσότερα για νοσοκομεία, φάρμακα και διαγνωστικά, ενώ ξοδεύουμε λιγότερα για πρόληψη και πρωτοβάθμια υγεία. Ωστόσο, αυτό αρχίζει να αλλάζει, καθώς ήδη έχουν ενταθεί οι προσπάθειες για την πρόληψη. Ο υφυπουργός πρόσθεσε ότι οι δαπάνες υγείας θα αυξηθούν σε όλες τις χώρες. Ο ένας λόγος είναι ότι οι εξελίξεις στην ιατρική τεχνολογία οδηγούν στην ανάπτυξη πανάκριβων θεραπειών. Ένας δεύτερος πολύ σημαντικός παράγοντας, που αποτελεί τεράστια πρόκληση σε όλες τις χώρες, είναι η μακροχρόνια φροντίδα. Στην Ελλάδα, αποτελεί ιδιαίτερο θέμα, καθώς έχουμε συνηθίσει να χρησιμοποιούμε τα νοσοκομεία σαν μονάδες μακροχρόνιας φροντίδας. Είναι ένας τομέας στον οποίο θα πρέπει να αυξηθεί η δαπάνη, καθώς κάτι τέτοιο θα αποσυμφορήσει σε μεγάλο βαθμό και το σύστημα υγείας.