Μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνεδρία για τη βιοϊατρική τεχνολογία στην Ελλάδα συντόνισε την τελευταία ημέρα του συνεδρίου ο Γενικός Διευθυντής του Pharma Innovation Forum (PIF) κ. Γιάννης Κωτσιόπουλος. Κατά τη διάρκεια της συνεδρίας, αναδείχθηκε η στρατηγική σημασία της βιοϊατρικής τεχνολογίας ως μοχλού ανάπτυξης και προτάθηκαν οδοί για τη δημιουργία ενός ισχυρού, καινοτόμου και βιώσιμου περιβάλλοντος για την Ελλάδα, με όφελος τόσο για την οικονομία όσο και για τη δημόσια υγεία.
Επενδύσεις για την ενίσχυση του Συστήματος Υγείας στην Ελλάδα
Λαμβάνοντας πρώτη τον λόγο, η Υφυπουργός Ανάπτυξης κ. Ζωή Ράπτη υπογράμμισε ότι η βιοτεχνολογία αποτελεί έναν καταλύτη καινοτομίας στη φαρμακευτική βιομηχανία και επισήμανε ότι με την ταυτόχρονη αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης, οι δυνατότητες παραγωγής καινοτομίας και γνώσης είναι πραγματικά απεριόριστες.
Η κυβέρνηση και το Υπουργείο Ανάπτυξης, ανέφερε η υφυπουργός, αποδίδουν μεγάλη σημασία στην προώθηση της έρευνας και της τεχνολογίας. Χάρη στην πληθώρα των ερευνητικών κέντρων, ινστιτούτων και εργαστηρίων της χώρας, έχουν επιτευχθεί πολύ σημαντικά βήματα στον τομέα της έρευνας και της συνεργατικής παραγωγής καινοτομίας. Στο πλαίσιο του προγράμματος ΕΣΠΑ 2014-2020, ολοκληρώθηκε πέρυσι η εμβληματική δράση «Ερευνώ, Δημιουργώ, Καινοτομώ» η οποία περιλάμβανε 1.118 ερευνητικά έργα, εκ των οποίων 178 αφορούσαν στον τομέα της υγείας και των φαρμάκων. Με χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης, υλοποιείται ήδη ένα πολύ φιλόδοξο πρόγραμμα αναβάθμισης των κτιριακών υποδομών και του εξοπλισμού των ερευνητικών κέντρων, μέσω ενός προγράμματος ύψους άνω των 280 εκ. ευρώ. Σε εξέλιξη βρίσκεται η πρόσκληση ενδιαφέροντος για το πρόγραμμα «Ερευνώ, Καινοτομώ» του ΕΣΠΑ 2021-2027, συνολικού προϋπολογισμού 300 εκ. ευρώ, το οποίο υποστηρίζει και προωθεί έμπρακτα τη συνεργασία της φαρμακοβιομηχανίας με ερευνητικούς φορείς της χώρας και πανεπιστήμια.
Το Υπουργείο Ανάπτυξης αναζητά συνεχώς νέους τρόπους στήριξης της έρευνας και καινοτομίας στον τομέα της υγείας, καθώς μόνο έτσι μπορεί συνολικά το σύστημα υγείας να ενισχυθεί και να αναβαθμιστεί. Στηρίζει, λοιπόν, την ελληνική βιομηχανία φαρμάκων με τη θέσπιση του φαρμακευτικού clawback, το οποίο δίνει κίνητρα για επενδύσεις, αλλά και με τη θέσπιση επιπλέον φοροαπαλλαγών για επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη. Το νέο φορολογικό νομοσχέδιο που ψηφίζεται τώρα στη βουλή παρέχει ακόμη μεγαλύτερες υπερεκπτώσεις για τις δαπάνες επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας, ιδίως για νεοφυείς καινοτόμες επιχειρήσεις (startup) ή ερευνητικούς φορείς του κλάδου.
Η Ελλάδα είναι πλέον ένας χώρος φιλόξενος προς τις φαρμακοβιομηχανίες, όχι απλά για την εμπορική δραστηριοποίησή τους, αλλά και για την ανάπτυξη νέων προϊόντων υψηλής τεχνολογίας και καινοτόμων θεραπειών. Η κυβέρνηση και το Υπουργείο Ανάπτυξης θα συνεχίσουν να κάνουν ό,τι είναι δυνατόν για να μετατρέψουν τη χώρα μας σε μια χώρα επιλογής και αναφοράς για την ανάπτυξη της βιοφαρμακευτικής βιομηχανίας.
Εγγύηση μεγάλης ανάπτυξης η αύξηση της φαρμακευτικής παραγωγής και των κλινικών μελετών στην Ελλάδα σε συνδυασμό με τη μείωση των ποσοστών επιστροφών στα νέα φάρμακα
Στη συνέχεια, πήρε τη σκυτάλη ο κ. Μπάμπης Καραθάνος, Ειδικός Σύμβουλος Φαρμακευτικής Πολιτικής του Υπουργού Υγείας, ο οποίος δήλωσε ότι η αύξηση της παραγωγής φαρμάκων στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με την αύξηση των κλινικών μελετών και τη μείωση των ποσοστών επιστροφών στα νέα φάρμακα, αποτελεί εγγύηση μεγάλης ανάπτυξης.
Χάρη στις προσπάθειες των φαρμακοβιομηχανιών και στα κίνητρα που έχουν δοθεί τα τελευταία χρόνια από την κυβέρνηση, η παραγωγή φαρμάκου στην Ελλάδα αποτελεί έναν συνεχώς αναπτυσσόμενο κλάδο, που το 2023 άγγιξε τα 2,2 δισ., παρουσιάζοντας αύξηση της τάξης του 14,4% σε σύγκριση με το 2022. Το 39% των φαρμάκων που διατίθενται σήμερα στη χώρα παράγεται σε εγχώρια εργοστάσια. Η χώρα αριθμεί περισσότερα από 45 εργοστάσια παραγωγής φαρμάκων και το φάρμακο αποτελεί τον 4ο υψηλότερο εξαγωγικό κλάδο της χώρας.
Παράλληλα, ο αριθμός των κλινικών μελετών βαίνει αυξανόμενος, καθώς με τα κίνητρα που έχουν δοθεί δημιουργούνται οι κατάλληλες προϋποθέσεις για να καταστεί η Ελλάδα μια από τις χώρες εκλογής για τη διεξαγωγή κλινικών μελετών. Ο συνολικός αριθμός κλινικών μελετών ανήλθε στις 219 το 2022, ενώ από το 1998 μέχρι και το 2023 έχουν διενεργηθεί στην Ελλάδα 4.244 μελέτες. Βρισκόμαστε περίπου στον μέσο όρο της Ευρώπης σε αριθμό κλινικών μελετών, παρατήρησε ο κ. Καραθάνος. Αξίζει να σημειωθεί, πρόσθεσε, ότι ο αριθμός των κλινικών μελετών που διεξάγονται στη νότια Ευρώπη, και συγκεκριμένα στην Ελλάδα, στην Πορτογαλία και στην Σλοβακία, αυξάνεται, σε αντίθεση με τη μείωση που παρατηρείται στην πλειονότητα των χωρών της Ευρώπης.
Το Υπουργείο Υγείας καταβάλλει συνεχείς προσπάθειες για μείωση των αυτόματων επιστροφών και για μείωση του clawback στα νοσοκομειακά σκευάσματα. Στόχος της κυβέρνησης, μέσω της παροχής κατάλληλων κινήτρων και μέσω του επενδυτικού clawback από το Ταμείο Ανάκαμψης, είναι να βάλει την Ελλάδα στον χάρτη των χωρών με την υψηλότερη παραγωγή φαρμάκων στην Ευρώπη. Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί η επικείμενη σύσταση του Ταμείου Καινοτομίας, το οποίο θα αφορά στις γονιδιακές θεραπείες, στα ορφανά φάρμακα και στις σπάνιες παθήσεις.
Κλείνοντας, ο κ. Καραθάνος δήλωσε ότι είναι πολύ αισιόδοξος για την προοπτική της ανάπτυξης του φαρμάκου στη χώρα και ότι στόχος του Υπουργείου Υγείας είναι να πηγαίνει το φάρμακο στον ασθενή που πρέπει, στο στάδιο που πρέπει.
Η εξέλιξη του outsourcing στη φαρμακευτική βιομηχανία: συνεργασία με νεοφυείς επιχειρήσεις
Ο καθηγητής φαρμακολογίας κ. Αχιλλέας Γραβάνης παρουσίασε στη συνέχεια τις εξελίξεις στη φαρμακευτική βιομηχανία, η οποία, όπως επισήμανε ο ομιλητής, έχει αλλάξει πάρα πολύ τα τελευταία 25 χρόνια, διεθνώς. Η μεγάλη αλλαγή έγκειται στην τεράστια άνοδο του outsourcing, η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι τα φάρμακα έχουν αλλάξει πάρα πολύ και είναι πλέον όλο και πιο εξειδικευμένα. Μόνο το 25-30% των θεραπειών είναι χημικές ενώσεις, ενώ οι περισσότερες είναι βιολογικοί παράγοντες, γονίδια, κύτταρα ή μικροσυσκευές. Λόγω του κόστους της έρευνας αιχμής και της ανάγκης για ένα δίκτυο εξειδικευμένων επιστημόνων, η φαρμακευτική βιομηχανία έχει στραφεί στη συνεργασία με startup εταιρείες και ερευνητικά ιδρύματα – χαρακτηριστικό παράδειγμα η συνεργασία Pfizer-BioNTech για την ανάπτυξη των RNA εμβολίων στη διάρκεια της πανδημίας.
Όλα αυτά έχουν οδηγήσει σε ένα τρίπολο που περιλαμβάνει τους εξής τρεις πυλώνες: α) τις μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες, β) τις startup και spinoff εταιρείες και γ) τα επενδυτικά κεφάλαια — τελευταία, αναπτύσσονται εξειδικευμένα επενδυτικά κεφάλαια που εστιάζουν στις επιστήμες ζωής.
Στην Ελλάδα, η φαρμακευτική βιομηχανία έχει πολύ ισχυρή παρουσία στην οικονομία της χώρας και ταχύτατο ρυθμό αύξησης των εξαγωγών, είπε ο κ. Γραβάνης. Έχει πολύ καλές επιδόσεις στους τομείς των generics και των κλασικών φαρμάκων, αλλά υπολείπεται σε προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας. Έτσι, προκειμένου να παραμείνει ανταγωνιστική, προχωρά πλέον με γοργά βήματα και με μεγάλες επενδύσεις στην ανάπτυξη νέων υποδομών και καινούριων δραστηριοτήτων έρευνας και καινοτομίας και κοιτάει στο μέλλον με έναν πάρα πολύ φιλόδοξο τρόπο.
Το οικοσύστημα των startup και spinoff εταιρειών εμφανίζει επίσης ανάπτυξη. Σύμφωνα με στοιχεία του ΣΕΒ, στη χώρα δραστηριοποιούνται περίπου 100 νεοφυείς εταιρείες στον τομέα των επιστημών ζωής. Οι περισσότερες ασχολούνται με την ψηφιακή υγεία (digital health) ή τα in vitro diagnostics, αλλά και με τις ιατρικές συσκευές, ενώ πολύ δραστήριος και σε άνοδο είναι και ο κλάδος της βιοπληροφορικής, επισήμανε ομιλητής. Ο τομέας της ανάπτυξης φαρμάκων είναι πιο μικρός, δεδομένου ότι εμπεριέχει και το μεγαλύτερο επιχειρηματικό ρίσκο. Το 51% των ερευνητών στη χώρα μας δραστηριοποιείται σήμερα στον χώρο των βιοεπιστημών και των επιστημών ζωής.
Ο τρίτος πυλώνας, οι επενδύσεις σε μικρές εταιρείες, αναπτύσσεται επίσης. Πριν από 20 χρόνια ήταν σχεδόν αδύνατο να βρεις επενδυτές για startup εταιρεία, παρατήρησε ο κ. Γραβάνης. Η κατάσταση αυτή έχει πλέον αλλάξει και το 2023, 70 μικρές εταιρείες έλαβαν χρηματοδότηση ύψους σχεδόν 500 εκ. ευρώ από 130 επενδυτές.
Παρόλα αυτά, η Ελλάδα παραμένει πολύ χαμηλά στη χρηματοδότηση startup εταιρειών σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης καθώς είναι προτελευταία. Η κρατική χρηματοδότηση έχει αυξηθεί την τελευταία δεκαετία, αλλά χρειάζεται περαιτέρω ενδυνάμωση, ενώ οι ερευνητές ζητούν επίσης μεγαλύτερη δικτύωση με τις μεγάλες εταιρείες της Ελλάδας και του εξωτερικού, μεγαλύτερη επαφή με ερευνητές του εξωτερικού, περισσότερη συνεργασία με τα νοσοκομεία και μεγαλύτερη πρόσβαση σε δεδομένα του δημόσιου τομέα.
Η χώρα μας, κατέληξε ο κ. Γραβάνης διαθέτει μεγάλες δυνατότητες και πολύ καλό επιστημονικό δυναμικό. Με περισσότερη προσπάθεια από την κυβέρνηση, τους επιστήμονες και τη φαρμακευτική βιομηχανία μπορεί πλέον να περάσει από τις δραστηριότητες βελτίωσης ήδη υπαρχόντων προϊόντων στην ανάπτυξη νέων, καινοτόμων και ανατρεπτικών προϊόντων και να μπει στον χάρτη της ανάπτυξης νέων θεραπειών.
Διδάγματα από την παγκόσμια ανάπτυξη φαρμάκων και εφαρμογή στην Ελλάδα
Στη συνέχεια, η κ. Ζωή Αλεξοπούλου, Λέκτορας Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, και Κλινική Διευθύντρια MSD, ανέλαβε να παρουσιάσει τα διδάγματα από την παγκόσμια ανάπτυξη φαρμάκων και τις δυνατότητες εφαρμογής τους στην Ελλάδα. Η κ. Αλεξοπούλου συμφώνησε πως σήμερα υπάρχουν πολλές περισσότερες ευκαιρίες για ανάπτυξη φαρμάκων στην Ελλάδα, αλλά επισήμανε ότι η χώρα υστερεί στον τομέα της αρχικής φάσης ανάπτυξης και στις κλινικές μελέτες πρώιμου σταδίου. Η Ελλάδα συμμετέχει κυρίως σε μελέτες προχωρημένης φάσης που διεξάγονται από πολυεθνικές εταιρείες. Αυτό που θα έκανε πραγματικά τη διαφορά, επισήμανε, θα ήταν να δημιουργηθούν κέντρα που να επικεντρώνονται είτε στις μελέτες πρώιμου σταδίου (σε υγιείς εθελοντές) είτε στις μελέτες όψιμου σταδίου αλλά σε πολύ συγκεκριμένους και εξειδικευμένους τομείς, όπως είναι οι σπάνιες νόσοι και η ρηξικέλευθη καινοτομία. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε ένα γρήγορο ρυθμιστικό περιβάλλον και ταχείες εγκρίσεις, εξειδικευμένα κέντρα κλινικών μελετών, διαθεσιμότητα εξειδικευμένων βιοδεικτών και καλύτερη συνεργασία ανάμεσα στην ακαδημαϊκή κοινότητα, τη βιομηχανία, τους κυβερνητικούς οργανισμούς και τις ρυθμιστικές αρχές, τα ιδρύματα και την κοινότητα των ασθενών.
Η κ. Αλεξοπούλου ανέφερε ότι ένας τομέας στον οποίο υπάρχει επείγουσα ανάγκη για νέες θεραπείες και, επομένως, χώρος για ανάπτυξη, είναι οι νευρολογικές ασθένειες και κυρίως οι νευροεκφυλιστικές. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η πλαγία μυατροφική σκλήρυνση (ALS), μια σπάνια, πολύ σοβαρή και θανατηφόρος νόσος, για την οποία δεν υπάρχουν αποτελεσματικές θεραπείες. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η νόσος Αλτσχάιμερ. Δεδομένου ότι η νόσος αυτή ξεκινά πολλά χρόνια προτού εκδηλωθούν τα κλινικά συμπτώματα, στο μέλλον θα είναι διαδεδομένος ο προσυμπτωματικός έλεγχος όλου του πληθυσμό από μια ηλικία και μετά, προκειμένου να εντοπιστούν τα άτομα με υψηλό κίνδυνο και να λάβουν θεραπεία. Θεραπείες αναπτύσσονται ήδη, ενώ στην Αμερική υπάρχει εξέταση αίματος που προβλέπει τις αυξημένες πιθανότητες για νόσο Αλτσχάιμερ και αναμένει έγκριση από τον FDA. Η έλλειψη πρόσβασης στους νέους και πλέον εξελιγμένους βιοδείκτες στην Ελλάδα εμποδίζει τη διεξαγωγή σχετικών κλινικών μελετών και αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να αντιμετωπιστεί.
Ένα άλλο πολύ ενδιαφέρον θέμα στο οποίο αναφέρθηκε η κ. Αλεξοπούλου είναι οι λεγόμενες «platform trials», οι οποίες βοηθούν να ξεπεραστούν πολλά από τα προβλήματα κόστους και χρόνου των τυχαιοποιημένων ελεγχόμενων μελετών. Πρόκειται για μελέτες που διερευνούν πολλά φάρμακα παράλληλα, με τη συνεργασία πολλών φαρμακευτικών εταιρειών και με κοινή ομάδα ελέγχου. Με τον τρόπο αυτό, το κόστος επιμερίζεται, υπάρχουν αποτελέσματα πιο γρήγορα και δεν επενδύονται χρήματα σε λάθος κατεύθυνση, δεν υποφέρουν οι ασθενείς σε μελέτη που δεν λειτουργεί, η πιθανότητα οι ασθενείς να λάβουν δραστική θεραπεία είναι μεγαλύτερη λόγω της κοινής ομάδας ελέγχου, ενώ επίσης επιτυγχάνεται δημοσίευση όλων των αποτελεσμάτων, ακόμη και των αρνητικών, που διαφορετικά δεν θα γνωστοποιούνταν ευρέως. Αυτό το είδος μελέτης απαιτεί μεγάλη οργάνωση, πολύ εξειδικευμένο προσωπικό και καλή συνεργασία των φορέων, αλλά αντιπροσωπεύει μια μεγάλη ευκαιρία για την Ελλάδα, η οποία θα μπορούσε, όχι απλώς να συμμετέχει σε τέτοιες μελέτες, αλλά να τις οργανώνει.
Η κ. Αλεξοπούλου κατέληξε λέγοντας ότι η Ελλάδα διαθέτει εξειδικευμένο προσωπικό και ταλέντα που μεταφέρουν την εμπειρία τους από το εξωτερικό. Επομένως, είναι σε θέση να αναπτύξει εξειδικευμένα κέντρα κλινικών μελετών και πρωτοβουλίες για την ανάπτυξη φαρμάκων και η κ. Αλεξοπούλου δήλωσε αρκετά αισιόδοξη για το μέλλον της χώρας.
Επένδυση στη βιοϊατρική τεχνολογία στην Ελλάδα σε ένα πολλά υποσχόμενο περιβάλλον
Τέλος, ο κ. Αλέξανδρος Τζούκας, Διευθύνων Σύμβουλος & Συνιδρυτής της Kos BioVentures, του πρώτου, όπως υπογράμμισε, επενδυτικού κεφαλαίου στην Ελλάδα που εξειδικεύεται στον τομέα των επιστημών ζωής, μίλησε για τις επενδύσεις στην ελληνική βιοϊατρική τεχνολογία. Ο ομιλητής επισήμανε ότι στην Ελλάδα υπάρχουν κυρίως εταιρείες που παράγουν γενόσημα και υπάρχει τεράστια ευκαιρία για ανάπτυξη θεραπειών για ασθένειες για τις οποίες δεν υπάρχουν φάρμακα.
Όπως παρατήρησε ο κ. Τζούκας, στη χώρα μας υπάρχουν οι προϋποθέσεις για την προσέλκυση επενδύσεων: α) το ανθρώπινο δυναμικό (πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα και Έλληνες επιστήμονες του εξωτερικού που επιστρέφουν), που είναι και το σημαντικότερο, β) σταθερό μακροοικονομικό και φορολογικό πλαίσιο, ενώ με το νέο νομοσχέδιο δίνονται ακόμη καλύτερα φορολογικά κίνητρα για εγκατάσταση επιχειρήσεων στην Ελλάδα, γ) ένα εγχώριο σύστημα καινοτομίας που θέλει να επενδύσει στις νέες τεχνολογίες (φαρμακευτικές εταιρείες, ιδιωτικά νοσοκομεία, διαγνωστικά κέντρα, ασφαλιστικοί φορείς) και δ) πηγές χρηματοδότησης, όπως το Υπερταμείο, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων, η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα Επενδύσεων, ελληνικές τράπεζες, μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί, είναι πλέον διαθέσιμες.
Οι ευκαιρίες που ανοίγονται για την Ελλάδα περνούν μέσα από την προώθηση της επιχειρηματικότητας σε ερευνητές και ερευνητικά κέντρα, την παροχή κινήτρων για επαναπατρισμό και εγκατάσταση έμπειρου προσωπικού στην Ελλάδα, την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών (ΑΙ, εφαρμογές τεχνολογιών υγείας) για την εξερεύνηση και ανάπτυξη νέων φαρμάκων με πιο αποτελεσματικό και οικονομικό τρόπο, την ψηφιοποίηση και αξιοποίηση των δεδομένων των ασθενών (που σήμερα παραμένουν διάσπαρτα και σε φυσική μορφή) και την ανάπτυξη του τομέα των outsourced υπηρεσιών με εξαγωγικό χαρακτήρα.
Τέλος, ο κ. Τζούκας επισήμανε ότι το Εθνικό Σύστημα Υγείας αποτελεί μέρος του οικοσυστήματος και θα μπορούσε να είναι κέντρο καινοτομίας και ανάπτυξης και όχι πηγή κόστους. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε μια αναδιάρθρωση του συστήματος και αξιοποίηση των κεφαλαίων που επενδύονται στο ΕΣΥ, με στόχο τη διεξαγωγή περισσότερων κλινικών δοκιμών, την αξιοποίηση των δεδομένων των ασθενών, τη μείωση του κόστους μέσω της χρήσης προληπτικής ιατρικής και τηλεϊατρικής, και τέλος, τη σωστή εξυπηρέτηση των ασθενών προκειμένου αυτοί να μη στρέφονται στον ιδιωτικό τομέα, οδηγώντας σε μια γενικότερη απαξίωση του ΕΣΥ.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, ο κ. Γραβάνης παρατήρησε ότι τα τελευταία χρόνια έχει αλλάξει πολύ η γενικότερη νοοτροπία και γίνονται πλέον πρωτοπόρα βήματα. Ωστόσο, επειδή οι εξελίξεις στις άλλες χώρες είναι ταχύτατες, θα πρέπει κι εμείς να τρέξουμε ακόμη πιο γρήγορα. Ο κ. Καραθάνος συμφώνησε πως η νοοτροπία έχει αλλάξει, όχι μόνο στην κυβέρνηση, αλλά και στην ελληνική κοινωνία και επισήμανε πως αυτό είναι κάτι που διαπερνά όλα τα κόμματα. Η κ. Αλεξοπούλου επανέλαβε την ανάγκη για ένα πιο γρήγορο ρυθμιστικό πλαίσιο και καλύτερη συνεργασία μεταξύ εταιρειών και ρυθμιστικών αρχών και υπογράμμισε για μία ακόμη φορά ότι για να γίνουμε ανταγωνιστικοί θα πρέπει να επικεντρωθούμε σε ένα «niche», δηλαδή σε έναν πολύ εξειδικευμένο τομέα των τεχνολογιών αιχμής ή κάποιες σπάνιες ασθένειες. Τέλος, ο κ. Τζούκας σχολίασε ότι στη χώρα υπάρχει υποστήριξη από την κυβέρνηση, υπάρχουν επιστήμονες που επιστρέφουν από το εξωτερικό, υπάρχουν ιδέες και πρόσθεσε πως με μια αλλαγή της νοοτροπίας των φοιτητών, η Ελλάδα μπορεί να γίνει πολύ παραγωγική, καθώς θα υπάρχουν πολλές περισσότερες ευκαιρίες για επενδύσεις.