Η αξία των διαγνωστικών εξετάσεων είναι αναμφισβήτητη και αντιληπτή από όλους, ανέφερε προλογίζοντας τη συνεδρία ο δημοσιογράφος και συντονιστής της κ. Γιώργος Σακκάς. Ο διαγνωστικός κλάδος αποτελεί τον βασικό κλάδο στην υγεία όπου υπάρχει σταθερή συνεργασία δημοσίου και ιδιωτικού τομέα εδώ και πολλά χρόνια, καθώς ο ιδιωτικός τομέας καλύπτει τις περισσότερες ανάγκες του συστήματος υγείας σε εξετάσεις, απεικονιστικές και μικροβιολογικές, με το κυριότερο πρόβλημα να εντοπίζεται στη χρηματοδότησή του.
Εργαλεία, δράσεις και πολιτικές για τη μετάβαση του συστήματος των διαγνωστικών εξετάσεων στις σύγχρονες ανάγκες
Η υλοποίηση της προσαρμογής του συστήματος υγείας με βάση τις ανάγκες των ασθενών που επιχειρείται σήμερα και η προσπάθεια αντιμετώπισης των προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο ασθενής κατά το ταξίδι του στην αναζήτηση φροντίδας, ξεκίνησε την ομιλία του ο Πρόεδρος της Ιατρικής Εταιρείας Αθηνών κ. Ελευθέριος Θηραίος, αποτελούν μια εξαιρετική συγκυρία προκειμένου να αναζητηθούν λύσεις στα προβλήματα που αντιμετωπίζει και ο διαγνωστικός κλάδος.
Κατά το ταξίδι του στην αναζήτηση φροντίδας, συνέχισε ο κ. Θηραίος, ο ασθενής δημιουργεί δεδομένα υγείας κάθε «στάση», ένα μεγάλο μέρος των οποίων αφορά στον διαγνωστικό έλεγχο. Τα δεδομένα αυτά οφείλουν να ακολουθούν τον ασθενή στο ταξίδι του στην αναζήτηση φροντίδας, η πρόκληση επομένως είναι να μπορέσουν να ενσωματωθούν, μέσω των ψηφιακών εργαλείων που διαθέτουμε, στον φάκελο υγείας του ασθενούς αλλά και στην εφαρμογή myHealth app.
Ένα βασικό πρόβλημα των συστημάτων υγείας είναι οι μεγάλοι χρόνοι αναμονής, τόνισε ο ομιλητής. Η χώρα μας κατατάσσεται σε χαμηλή θέση όσον αφορά το ζήτημα αυτό τόσο στην ΠΦΥ, όσο και στη διαχείριση των περιστατικών στα τμήματα επειγόντων των νοσοκομείων και στην εξειδικευμένη φροντίδα. Η Ελλάδα έχει τους περισσότερους ιατρούς στην Ευρώπη, αλλά συγχρόνως έχει τους πέμπτους πιο δυσαρεστημένους πολίτες όσον αφορά στην αναζήτηση φροντίδας υγείας τους. Στο πλαίσιο αυτό, οι συνέργειες δημόσιου και ιδιωτικού τομέα έρχονται να αντιμετωπίσουν το κόστος χρόνου του ασθενή στην αναζήτηση φροντίδας.
Τα εργαλεία και οι πολιτικές για την αντιμετώπιση του προβλήματος διενέργειας περιττών εξετάσεων και της προκλητής ζήτησης όσον αφορά στις διαγνωστικές εξετάσεις για τη διαχείριση χρονίων νοσημάτων περιλαμβάνουν την ορθολογική χρήση και αντιμετώπιση των αναγκών ασθενών με διαγνωστικά πρωτόκολλα και δείκτες audit, την κωδικοποίηση ώστε τα δεδομένα να μπορούν να ακολουθούν τον ασθενή και, τέλος, τη διαλειτουργικότητα με αποθετήρια δεδομένων. Ήδη, εξήγησε ο κ. Θηραίος, στο Υπουργείο Υγείας έχουν αναπτυχθεί 88 θεραπευτικά πρωτόκολλα, ψηφιοποιημένα στο σύστημα υγείας, και σε πολλά από αυτά μπαίνουν σταδιακά και τα διαγνωστικά πρωτόκολλα για τον χρονισμό των απαραίτητων εξετάσεων παρακολούθησης του ασθενή μαζί με δείκτες audit για την αξιολόγηση των συγκεκριμένων εργαλείων ποιότητας. Όσον αφορά στην κωδικοποίηση, έχουν ήδη κωδικοποιηθεί περίπου 100 εξετάσεις και σταδιακά τα αποτελέσματα από τις εξετάσεις αυτές μπαίνουν από τα εργαστήρια στα πρωτόκολλα.
Αναφερόμενος στο θέμα των βιοδεικτών, ο ομιλητής επισήμανε πως από το 2014 δεν έχουν εισαχθεί νέοι βιοδείκτες στο σύστημα υγείας που να αποζημιώνονται από τον ΕΟΠΥΥ. Συνολικά σήμερα αποζημιώνονται περίπου 33 εξετάσεις βιοδεικτών, τη στιγμή που γνωρίζουμε ότι υπάρχουν περίπου 150 γονιδιακοί στόχοι που ανταποκρίνονται σε 750 φάρμακα και θα αναπτυχθούν μέσα στα επόμενα 10 έτη. Ήδη υπάρχουν προτάσεις για να αυξηθεί ο αριθμός των βιοδεικτών που θα αποζημιώνονται από το σύστημα υγείας, προϋπόθεση ωστόσο είναι αφενός να δημιουργηθεί μία ψηφιακή πλατφόρμα υποστήριξης της συνταγογράφησης, αφετέρου να γίνεται όχι πιστοποίηση αλλά διαπίστευση των εργαστηρίων. Η διαπίστευση των εργαστηρίων ειδικά για τους βιοδείκτες είναι κρίσιμης σημασίας, τόνισε ο κ. Θηραίος, αναφέροντας πως σήμερα τα περισσότερα εργαστήρια διαθέτουν πιστοποίηση με ISO και μόνο 4 είναι διαπιστευμένα.
Ένα άλλο σημείο που είναι σημαντικό σε σχέση με το κόστος χρόνου απάντησης στη διαχείριση των ασθενών, συνέχισε ο κ. Θηραίος, είναι η προτεραιοποίηση και ο εξορθολογισμός στη χρήση νεότερων απεικονιστικών εξετάσεων στο σύστημα υγείας. Το 2011 η Ακτινολογική Εταιρεία είχε διαμορφώσει τα πρώτα Διαγνωστικά και Θεραπευτικά Ακτινολογικά Πρωτόκολλα, τα οποία δεν ψηφιοποιήθηκαν ωστόσο ποτέ, και είχε κάνει μία πρώτη ιεράρχηση για τη χρήση των εξετάσεων αυτών. Η επικαιροποίηση των πρωτοκόλλων αυτών έχει ήδη ξεκινήσει, ανέφερε ο ομιλητής, θα είναι χρήσιμο ωστόσο να αξιοποιηθούν και κάποιες καλές πρακτικές που υπάρχουν όπως το Σύστημα Υποστήριξης των Κλινικών Αποφάσεων για τις εργαστηριακές εξετάσεις που έχει αναπτύξει η Ευρωπαϊκή Ακτινολογική Εταιρεία μαζί με την Αμερικάνικη Ακτινολογική Εταιρεία, μία πλατφόρμα για την ιεράρχηση των εξετάσεων που πρέπει να γίνουν βάσει του συμπτώματος και της εκάστοτε ανάγκης.
Ολοκληρώνοντας την τοποθέτησή του, ο κ. Θηραίος υπογράμμισε τη μεγάλη σημασία που έχει η αξιοπιστία του εργαστηρίου και των αποτελεσμάτων των εξετάσεων που εκτελεί, επισημαίνοντας ότι για να είναι ένα εργαστήριο αξιόπιστο οφείλει να διαθέτει ποιότητα και έλεγχο ποιότητας, να αποδίδει δηλαδή αποτελέσματα εξετάσεων με ταχύτητα και υψηλή αξιοπιστία ώστε να μπορεί να υποστηρίξει την έγκαιρη και σωστή λήψη ιατρικών αποφάσεων. Αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να διαθέτει εργαλεία εσωτερικού ελέγχου ποιότητας ώστε να εντοπίζει τα σφάλματα την στιγμή που προκύπτουν, αλλά και εξωτερικό έλεγχο ποιότητας, για τον έλεγχο κυρίως της ακρίβειας του αποτελέσματος, είτε με τη μορφή πιστοποίησης είτε κατά προτίμηση με τη μορφή διαπίστευσης, που σημαίνει πως πιστοποιείται η τεχνική του επάρκεια, ότι δηλαδή, το εργαστήριο μετράει αξιόπιστα. Τέλος, κατέληξε ο ομιλητής, όσον αφορά στην επικοινωνία με τον ασθενή, από τα αποτελέσματα των εξετάσεων θα πρέπει να φύγουν πλέον οι φυσιολογικές τιμές, καθώς δεν υπάρχουν φυσιολογικές τιμές αλλά τιμές αναφοράς με βάση ένα δείγμα αναφοράς.
Με στόχο την αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητα: Διαγνωστικά πρωτόκολλα για την ορθολογική χρήση των εξετάσεων
Όλοι γνωρίζουμε ότι η τεράστια εξέλιξη της ακτινολογίας κατά τον περασμένο αιώνα βελτίωσε σημαντικά τη φροντίδα των ασθενών, επισήμανε η κ. Πηνελόπη Λαμπροπούλου, Μέλος του Δ.Σ. της Ελληνικής Ακτινολογικής Εταιρείας. Παρ’ όλα αυτά, το σύστημα παραμένει κατακερματισμένο και πολλοί πάροχοι συνεχίζουν να εστιάζουν περισσότερο στην τεχνολογία και τις ανάγκες των ιατρών και λιγότερο σε αυτό που πραγματικά έχει σημασία για τους ασθενείς: καλύτερη αξία των εξετάσεων και καλύτερα αποτελέσματα.
Η ευρεία χρήση της απεικόνισης την έθεσε στο προσκήνιο, αλλά συχνά για λάθος λόγους, με αποτέλεσμα να διενεργείται ένας μεγάλος αριθμός περιττών εξετάσεων, υπογράμμισε η ομιλήτρια, αναφέροντας πως πολλοί αναλυτές πιστεύουν ότι έως και το ένα τρίτο αυτών των εξετάσεων μπορεί να είναι τις περισσότερες φορές ακατάλληλες.
Οι συνέπειες της χρήσης ακατάλληλων για τον ασθενή απεικονιστικών εξετάσεων είναι αυξημένο οικονομικό κόστος τόσο για το κράτος όσο και για τον ασθενή, επιβάρυνση της υγείας του ασθενούς σε περίπτωση χρήσης ιονίζουσας ακτινοβολίας, απώλεια χρόνου και, φυσικά, μη ικανοποιητικά αποτελέσματα.
Τη λύση στο πρόβλημα αυτό μπορούν να προσφέρουν τα διαγνωστικά και απεικονιστικά πρωτόκολλα, ανέφερε η κ. Λαμπροπούλου, τα οποία συμβάλλουν στην επιλογή της καταλληλότερης απεικονιστικής εξέτασης ανάλογα με το κλινικό πρόβλημα που διερευνάται και στην επιλογή στη συνέχεια των τεχνικών παραμέτρων με τις οποίες θα εκτελεσθεί η εξέταση, οι οποίες θα πρέπει να είναι εναρμονισμένες με τα πρωτόκολλα αποδεκτών δόσεων ακτινοβόλησης του ασθενούς για τη διασφάλιση της προστασίας του.
Βασικά χαρακτηριστικά ενός διαγνωστικού πρωτοκόλλου πρέπει να είναι η καταλληλότητα και διαθεσιμότητα της μεθόδου απεικόνισης, η ποιότητα, η ασφάλεια, η αποτελεσματικότητα και η ικανοποίηση του ασθενούς ως προς το αποτέλεσμα.
Η χρήση των διαγνωστικών πρωτοκόλλων προσφέρει τη δυνατότητα επιλογής της καταλληλότερης για κάθε ασθενή εξέτασης, αποφυγής επανάληψης ίδιων ή παρόμοιων εξετάσεων, μείωσης των μη απαραίτητων ή εσφαλμένων εξετάσεων, καλύτερης οργάνωσης της ζήτησης εξετάσεων, μείωσης της ιονίζουσας ακτινοβολίας και εν τέλει εξοικονόμησης χρόνου και χρήματος.
Τα πρώτα διαγνωστικά πρωτόκολλα στην Ελλάδα, τα Διαγνωστικά και Θεραπευτικά Πρωτόκολλα στην Ακτινολογία και τα Πρωτόκολλα Ογκολογικής Απεικόνισης, δημιουργήθηκαν από την Ελληνική Ακτινολογική Εταιρεία το 2011 και 2012, ανέφερε η κ. Λαμπροπούλου, περιγράφοντας στη συνέχεια τη δομή τους. Η επικαιροποίηση των πρωτοκόλλων αυτών έχει ήδη ξεκινήσει, καθώς είναι απαραίτητο αφενός να ενσωματωθούν σε αυτά καινούργιες τεχνολογίες και απεικονιστικές μέθοδοι όπως το ΡΕΤ, αφετέρου να υπάρξει προετοιμασία για την είσοδο στο εγγύς μέλλον της τεχνητής νοημοσύνης στην καθημερινότητα του ακτινολόγου, η οποία ενδεχομένως θα παίξει σημαντικό ρόλο και στα διαγνωστικά πρωτόκολλα. Σκοπός της επικαιροποίησης αυτής είναι να σταματήσει η άναρχη ζήτηση απεικονιστικών εξετάσεων, που καταπονεί όλο το σύστημα και οδηγεί πολλές φορές σε αμφίβολα διαγνωστικά αποτελέσματα, αυξάνοντας σημαντικά το κόστος.
Στην πράξη, βεβαίως, συνέχισε η κ. Λαμπροπούλου, υπάρχουν αρκετά προβλήματα που θα πρέπει να αντιμετωπισθούν για τη σωστή εφαρμογή των πρωτοκόλλων, καθώς έχουμε δει πως, εκτός της προκλητής ζήτησης εξετάσεων, μερικές φορές γίνονται όλα λάθος, όπως στην περίπτωση των ΤΕΠ, όπου η συνεχώς αυξανόμενη προσέλευση ασθενών οδηγεί το ιατρικό προσωπικό σε αδυναμία σωστής διαχείρισης των περιστατικών και μεγάλη κατάχρηση στην εφαρμογή των αγγειογραφικών πρωτοκόλλων και στις ολόσωμες αξονικές τομογραφίες.
Για να μπορέσουμε να έχουμε αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα στη χρήση των διαγνωστικών εξετάσεων, ολοκλήρωσε την εισήγησή της η κ. Λαμπροπούλου, απαιτείται άμεση επικαιροποίηση των διαγνωστικών πρωτοκόλλων, ευαισθητοποίηση των ιατρών ακτινολόγων που θα πρέπει να έχουν πρωταρχικό ρόλο στη διασφάλιση της εφαρμογής τους και στην ενημέρωση των άλλων ειδικοτήτων, στενή συνεργασία ιατρών ακτινολόγων, τεχνολόγων ακτινολόγων και ακτινοφυσικών ώστε να διασφαλιστεί πλήρως η εφαρμογή των πρωτοκόλλων, καθώς και συνεργασία με την Πολιτεία, ώστε τα διαγνωστικά πρωτόκολλα να λειτουργούν με στόχο το βέλτιστο αποτέλεσμα για τον ασθενή και ταυτόχρονα να οδηγήσουν σε εξορθολογισμό της χρήσης των απεικονιστικών εξετάσεων.
Ο κλάδος των ιδιωτικών διαγνωστικών εργαστηρίων ως εταίρος στην πρόσβαση των πολιτών στη φροντίδα υγείας
Για να μπορούμε να έχουμε ποιότητα ζωής, θα πρέπει να έχουμε ποιοτική υγεία, η οποία με τη σειρά της βασίζεται στην πρόληψη και στην έγκυρη και έγκαιρη διάγνωση, ανέφερε ο Πρόεδρος του Πανελλήνιου Συνδέσμου Ιατρικών Διαγνωστικών Κέντρων κ. Ιωάννης Καραμηνάς. Αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να έχουμε άμεση πρόσβαση σε διαγνωστικές εξετάσεις που παρέχονται με υψηλή ποιότητα και απαραίτητος παράγοντας γι’ αυτό είναι να υπάρχει χρηματοδότηση.
Οι πόροι της χρηματοδότησης των ιατρικών διαγνωστικών εξετάσεων στην ΠΦΥ είναι φυσικά ο ΕΟΠΥΥ, τα λοιπά δημόσια ασφαλιστικά ταμεία, οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες, οι ιδιωτικές επιχειρήσεις και η ιδιωτική δαπάνη.
Η κατανομή της χρηματοδότησης ανά πόρο, σύμφωνα με στατιστικά και οικονομικά δεδομένα του ΕΟΠΥΥ για το 2023, μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως αφενός ο ΕΟΠΥΥ αγοράζει πολλά και πληρώνει λίγα, καθώς καλύπτει το 96-98% της αξίας ζήτησης και μόλις το 90-95% της αξίας αποζημίωσης, αφετέρου κατέχει τον ηγεμονικό ρόλο στην κατανομή της χρηματοδότησης της ΠΦΥ. Ακριβώς, δε, εξαιτίας του ηγεμονικού αυτού ρόλου, διαμορφώνει ουσιαστικά μια κουλτούρα τιμολογιακής πολιτικής για την αποζημίωση των διαγνωστικών εξετάσεων στην υπόλοιπη αγορά, η οποία κινείται στο φάσμα των δύο τιμολογιακών πολιτικών που χρησιμοποιεί ο ΕΟΠΥΥ.
Περιγράφοντας τις τιμολογιακές πολιτικές του ΕΟΠΥΥ και τον μηχανισμό απομείωσης που εφαρμόζει, ο κ. Καραμηνάς παρατήρησε πως με την πολιτική αυτή αποζημίωσης τα έσοδα των παρόχων από τον ΕΟΠΥΥ ουσιαστικά συσσωρεύουν ζημίες.
Για να υποστηριχθεί, ωστόσο, η ποιότητα, υπογράμμισε, απαιτείται χρηματοδότηση του συστήματος. Συνέπειες της υφιστάμενης υποχρηματοδότησης στην ΠΦΥ είναι η δραματική απομείωση του ιατρικού εργαστηριακού δυναμικού της χώρας, η συστηματική αύξηση της ιατρικής μετανάστευσης Ελλήνων ιατρών, η αυξανόμενη αδυναμία άμεσης εξυπηρέτησης των ασθενών και των κλινικών ιατρών, η αύξηση της νοσηρότητας και της φαρμακευτικής δαπάνης, η αδυναμία ενσωμάτωσης καινοτόμων υπηρεσιών στη σύγχρονη εργαστηριακή διάγνωση, η αιφνίδια κατάρρευση πολλών ιατρικών εταιρειών ανεξαρτήτως οικονομικού μεγέθους με αποτέλεσμα την απώλεια χιλιάδων θέσεων εργασίας και τη μεταφορά των συνεπειών της οικονομικής κατάρρευσης στην ευρύτερη αγορά υγείας, η απώλεια σημαντικών εσόδων του κράτους και η αδυναμία συνταξιοδότησης πολλών ελευθέρων επαγγελματιών.
Προκειμένου να μπορέσει το σύστημα να έχει ένα βιώσιμο μέλλον, συνέχισε ο κ. Καραμηνάς, ο ΕΟΠΥΥ θα πρέπει να κινηθεί άμεσα σε 3 βασικούς πυλώνες. Ο ένας πυλώνας, εξήγησε, είναι να καθορίσει αρχικά τη ζήτηση των υπηρεσιών που έχει ανάγκη ο Οργανισμός, με προσδιορισμό των αναγκών για διαγνωστικές εξετάσεις ανά νομό, και στη συνέχεια να εφαρμόσει μία διαδικασία ελέγχου της ζήτησης, με επέκταση των διαγνωστικών πρωτοκόλλων στο σύνολο των ιατρικών ειδικοτήτων, καθορισμό της ετήσιας συχνότητας συνταγογράφησης αρκετών διαγνωστικών εξετάσεων και εφαρμογή ηλεκτρονικού αποθετηρίου αποτελεσμάτων (Ψηφιακός Φάκελος Υγείας). Ο δεύτερος πυλώνας αφορά στην αξιοποίηση της τεχνολογίας ΑΙ στη βάση δεδομένων που διαθέτει ο ΕΟΠΥΥ, ώστε να μπορέσει να υπάρχει έλεγχος του συστήματος με ψηφιακό τρόπο, αλλά και εξαγωγή πολύτιμων δεδομένων που μπορούν να συμβάλουν στη διαμόρφωση τεκμηριωμένων στρατηγικών παρέμβασης και διορθωτικών μέτρων. Τρίτος πυλώνας είναι να γίνει άμεσα εξορθολογισμός της αποζημίωσης των ιατρικών διαγνωστικών εξετάσεων, με άμεση επικαιροποίηση του ΦΕΚ 1991, τεχνοκρατική κοστολόγηση των ιατρικών διαγνωστικών εξετάσεων και ενιαίο προϋπολογισμό πιστώσεων για δημόσιες και ιδιωτικές δομές ΠΦΥ. Τέλος, θα πρέπει να υπάρξει δικαιότερη διαχείριση του clawback, με εφαρμογή του Μεσοσταθμικού Συντελεστή Εξομάλυνσης της ζήτησης και κατανομή του προϋπολογισμού ανά νομό και ανά υποκατηγορία δαπάνης, ώστε να οδηγηθούμε σε ένα βιώσιμο clawback με συνυπευθυνότητα της Πολιτείας.
Κατά το τελευταίο έτος πραγματοποιήθηκαν αρκετές διορθωτικές κινήσεις για την ενίσχυση της χρηματοδότησης, παρατήρησε ο ομιλητής, αν θέλουμε ωστόσο να έχουμε ένα ευέλικτο, σύγχρονο και αξιόπιστο σύστημα πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας που θα προσφέρει ποιοτικές υπηρεσίες και ποιότητα ζωής στον Έλληνα πολίτη, είναι απαραίτητο να ληφθεί άμεσα και συντονισμένα μία δέσμη πολλαπλών ακόμη μέτρων, καθώς οι οικονομικές αντοχές του κλάδου εξαντλούνται.
Στρατηγικές προσεγγίσεις του ΕΟΠΥΥ για τη βιώσιμη ανάπτυξη του διαγνωστικού τομέα και τη διασφάλιση της καθολικής κάλυψης
Παρουσιάζοντας την οπτική του ΕΟΠΥΥ, ο Προϊστάμενος Διεύθυνσης Στρατηγικού Σχεδιασμού του Οργανισμού κ. Σπύρος Γούλας ξεκίνησε την ομιλία του αναφέροντας πως οι προϋπολογισμοί των δαπανών υγείας διακρίνονται ουσιαστικά σε τρεις κατηγορίες, αυτή που αφορά το φάρμακο, αυτή που αφορά τις λοιπές υπηρεσίες υγείας του ΕΟΠΥΥ και την τρίτη που αφορά στη νοσοκομειακή δαπάνη. Οι διαγνωστικές εξετάσεις εντάσσονται στη δεύτερη κατηγορία και έχουν για το 2024 έναν προϋπολογισμό που ανέρχεται σε 489 εκατομμύρια. Όλοι οι προϋπολογισμοί του ΕΟΠΥΥ είναι κλειστοί, επισήμανε ο ομιλητής, που σημαίνει ότι οποιαδήποτε υπέρβαση πέραν του ορίου εντός του έτους ενεργοποιεί τον μηχανισμό αυτόματης επιστροφής, το clawback, και η υπέρβαση αυτή επιστρέφεται από τους παρόχους στον ΕΟΠΥΥ.
Το τρέχον έτος, υπάρχουν περίπου 47.000 ενεργοί ιατροί στην ΗΔΙΚΑ που συνταγογραφούν μέσω e-prescription 886 διαγνωστικές εξετάσεις που αποζημιώνει ο ΕΟΠΥΥ, εκδίδουν ένα παραπεμπτικό και κάθε ασφαλισμένος, δικαιούχος του ΕΟΠΥΥ, αναζητά την εκτέλεσή του μέσα από ένα δίκτυο 3.900 παρόχων σε όλη τη χώρα.
Σύμφωνα με τις τρέχουσες εκτιμήσεις, το 2024 η δαπάνη για τις διαγνωστικές αυτές εξετάσεις εκτιμάται πως θα ανέλθει σε 900 εκατομμύρια προ clawback και rebate, σημειώνοντας μεγάλη αύξηση.
Μία από τις αιτίες της αυξανόμενης ζήτησης για εξετάσεις, παρατήρησε ο κ. Γούλας, είναι η γήρανση του πληθυσμού της χώρας, η οποία οδηγεί σε αυξημένη συχνότητα χρόνιων νοσημάτων, όπως ο διαβήτης, οι καρδιαγγειακές παθήσεις και ο καρκίνος, καθιστώντας απαραίτητη τη διενέργεια συχνών και προηγμένων διαγνωστικών εξετάσεων.
Παράλληλα, η αλλαγή νοοτροπίας που έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια, η έμφαση στην προληπτική ιατρική και η αυξημένη ευαισθητοποίηση του πληθυσμού σχετικά με τη σημασία των τακτικών εξετάσεων και της έγκαιρης διάγνωσης ενθαρρύνει όλο και περισσότερους ανθρώπους να υποβάλλονται σε διαγνωστικές εξετάσεις. Ανάλογη αλλαγή νοοτροπίας παρατηρείται ωστόσο και στους ιατρούς, καθώς παρατηρείται μεταβολή της προσέγγισης των κλινικών γιατρών από την κλινική εξέταση προς τις διαγνωστικές εξετάσεις.
Τέλος, η πανδημία του COVID-19 ανέδειξε τον κρίσιμο ρόλο των διαγνώσεων στη διαχείριση των λοιμωδών νοσημάτων, οδηγώντας σε διαρκή ζήτηση για εξετάσεις πέρα από τον COVID-19, όπως για αναπνευστικές λοιμώξεις και μετα-COVID σύνδρομα.
Οι κύριες προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο ΕΟΠΥΥ στο θέμα των διαγνωστικών εξετάσεων είναι η αυξημένη ζήτηση για διαγνωστικές εξετάσεις σε συνάρτηση με τους περιορισμένους οικονομικούς πόρους που διαθέτει ο Οργανισμός, οι υφιστάμενες ακόμη ανισότητες στην πρόσβαση μεταξύ αστικών κέντρων και περιφέρειας, αλλά και η έλλειψη ελέγχου ιατρικής αναγκαιότητας.
Μία από τις βασικότερες επίσης προκλήσεις για τον ΕΟΠΥΥ, πρόσθεσε ο κ. Γούλας, είναι και η ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών, οι οποίες προσφέρουν έγκαιρη και ακριβέστερη διάγνωση, έχουν όμως υψηλό κόστος, το οποίο οι ασφαλιστικοί οργανισμοί δυσκολεύονται να καλύψουν.
Ένα ιδεατό σενάριο, που θα μπορούσε να βοηθήσει στην ένταξη νέων εξετάσεων στην αποζημίωση, θα ήταν η αρχική απόφαση εισαγωγής μίας νέας εξέτασης από το ΚΕΣΥ ή άλλο φορέα να συνοδεύεται από τις ιατρικές ειδικότητες που θα μπορούν να τη συνταγογραφήσουν, τις ιατρικές ενδείξεις για τις οποίες πρέπει να διενεργείται και την επαναληψιμότητά της. Κριτήρια του ΕΟΠΥΥ, στη συνέχεια, για την ένταξη θα ήταν η αναγκαιότητα και η ζήτηση, η κλινική αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια, η σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας της εξέτασης και η αναγνώριση από αντίστοιχους Ευρωπαϊκούς Οργανισμούς.
Οι υφιστάμενες στρατηγικές του ΕΟΠΥΥ για να είναι βιώσιμο το μοντέλο αποζημίωσης παρά τις πιέσεις, δήλωσε ο ομιλητής ολοκληρώνοντας την τοποθέτησή του, περιλαμβάνουν την αλλαγή στη συνταγογραφική συμπεριφορά των γιατρών που μπορεί να επιτευχθεί μέσω των διαγνωστικών πρωτοκόλλων, την ύπαρξη αποζημιωτικών κανόνων παραπομπής εξετάσεων, τον έλεγχο και περιορισμό της προκλητής ζήτησης εξετάσεων και, τέλος, τη διαπραγμάτευση των τιμών μέσω της Επιτροπής Διαπραγμάτευσης για τις πολύ δαπανηρές εξετάσεις.