Κεντρική Ομιλία Καθηγητή Ηλία Μόσιαλου

Παρουσιάζοντας κατά την πρώτη ημέρα του συνεδρίου τον καθηγητή πολιτικής υγείας κ. Ηλία Μόσιαλο, κεντρικό ομιλητή του συνεδρίου, ο καθηγητής κ. Κώστας Αθανασάκης δήλωσε ότι ο κ. Μόσιαλος δεν χρειάζεται συστάσεις, καθώς η συμβολή του ήταν πολλαπλή, σε δύσκολες περιόδους, παρεμβαίνοντας κοινωνικά όπου έπρεπε και δίνοντας μια ψύχραιμη και τεκμηριωμένη φωνή. Δεδομένων των ιδιοτήτων του κ. Μόσιαλου ως συμβούλου πολλών κυβερνήσεων και ως ιδρυτή του πρώτου τμήματος πολιτικής υγείας στην Αγγλία, ο κ. Αθανασάκης έθεσε στον αναγνωρισμένο καθηγητή μια σειρά από ερωτήματα σχετικά με το παρόν και το μέλλον της υγείας και των συστημάτων υγείας σε διεθνές επίπεδο, με φόντο τις πρόσφατες εξελίξεις παγκοσμίως.

Ποια είναι κατά τη γνώμη σας τα μεγάλα ζητήματα που θα μας απασχολήσουν το επόμενο διάστημα στο πεδίο της υγείας, σε διεθνές επίπεδο;

Τα ζητήματα που θα μας απασχολήσουν στο άμεσο μέλλον δεν είναι μόνο αρνητικά, όπως συνήθως θεωρούμε. Κάποια, αν τα χειριστούμε καλά, θα μας απασχολήσουν θετικά, είπε ο Καθηγητής.

Ξεκινώντας από τα πλέον αρνητικά, το ένα είναι η δημογραφική γήρανση, η οποία επηρεάζει κυρίως τις ανεπτυγμένες χώρες, αλλά ήδη αρχίζει να επηρεάζει και χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος. Το άλλο σημαντικό ζήτημα είναι το πρόβλημα των συννοσηροτήτων, το οποίο συνδέεται εν μέρει με την αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης, δεδομένου ότι τα άτομα άνω των 70 ή 80 ετών είναι πολύ πιθανό να έχουν πολλά νοσήματα ταυτόχρονα. Ωστόσο, το φαινόμενο αυτό πλήττει και νεότερες ηλικίες, τον ενεργό δηλαδή πληθυσμό, εξαιτίας των επιπτώσεων της παχυσαρκίας, του καπνίσματος και του τρόπου ζωής. Ένα άλλο μείζον ζήτημα που αναδύεται, είναι αυτό της φροντίδας των ηλικιωμένων. Καθώς τα οικογενειακά πρότυπα αλλάζουν, θα πρέπει να αναπτύξουμε συστήματα φροντίδας ηλικιωμένων που να χρηματοδοτούνται από το σύνολο του πληθυσμού.

Ένα άλλο πρόβλημα είναι τα φαινόμενα κλιματικής κρίσης, τα οποία θα εντείνονται από τα μεταναστευτικά ρεύματα. Τα μεγαλύτερα μεταναστευτικά ρεύματα παρατηρούνται στην πραγματικότητα εντός των χωρών μεσαίου και μικρού εισοδήματος, από την περιφέρεια προς τις μεγάλες πόλεις. Οι συνθήκες σε χώρες με πληθυσμό πάνω από 200 εκατομμύρια, όπως η Ινδία, το Μπαγκλαντές, η Ινδονησία, η Νιγηρία ή η Αιθιοπία, θα δημιουργήσουν ασφυκτική συνύπαρξη πολλών ανθρώπων σε ένα δωμάτιο, καθώς και ανθρώπων και ζώων, γεγονός που θα ευνοεί τη μετάδοση ιών από ζώα, την ανάπτυξη μεταλλάξεων και την εμφάνιση νέων πανδημιών.

Η παχυσαρκία θα συνεχίσει να είναι πρόβλημα και θα πρέπει να λυθεί με μέτρα δημόσιας υγείας, όπως η σωστή διατροφή και η άσκηση. Διαθέτουμε ήδη δύο φάρμακα κατά της παχυσαρκίας και σε 10 χρόνια θα διαθέτουμε πολλά περισσότερα, ενώ το κόστος τους θα μειωθεί σε επίπεδα ανεκτά από τα συστήματα υγείας. Θα πρέπει όμως να συμφωνήσουμε ως προς την πολιτική δημόσιας υγείας που θα πρέπει να ακολουθήσουμε σε σχέση με τη φαρμακευτική αγωγή, δεδομένου ότι πολλά άτομα με παχυσαρκία μένουν εκτός αγοράς εργασίας λόγω σωματικών ή ψυχικών προβλημάτων υγείας. Η μικροβιακή αντοχή θα αποτελέσει ένα άλλο τεράστιο θέμα το επόμενο διάστημα, αν δεν ανακαλύψουμε νέα αντιβιοτικά. Οι προσπάθειες μείωσης της κατανάλωσης αντιβιοτικών είναι ανισοβαρείς και παρόλο που στην Ε.Ε. η χρήση αντιβιοτικών στα ζώα έχει μειωθεί, η μείωση δεν είναι σταθερή, ιδίως στις χώρες του Νότου.

Στα θετικά ζητήματα που θα μας απασχολήσουν περιλαμβάνονται κατ’ αρχάς αυτά που σχετίζονται με την τεχνητή νοημοσύνη, η οποία μπορεί να βοηθήσει πάρα πολύ. Τίθενται, ωστόσο, κάποια σημαντικά ερωτήματα, τα οποία είναι και γεωπολιτικά. Για παράδειγμα, ποιος θα ελέγχει την τεχνητή νοημοσύνη; Η Κίνα και οι ΗΠΑ, που κάνουν τεράστιες επενδύσεις, η Ευρωπαϊκή Ένωση ή τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, που έρχονται τέταρτα σε επενδύσεις; Θα υπάρχει παγκόσμια συνεννόηση έτσι ώστε να υπάρχει μια ρύθμιση, όπως έγινε π.χ. με την πυρηνική ενέργεια; Δεύτερον, θα γίνουν πολλές αλλαγές στο πλαίσιο των θεραπευτικών προσεγγίσεων. Για παράδειγμα, η θεραπεία με κύτταρα CAR-T έχει πολύ εντυπωσιακά αποτελέσματα στα αυτοάνοσα νοσήματα. Μια άλλη σημαντική εξέλιξη είναι οι συνέργειες κράτους και φαρμακοβιομηχανίας, οι οποίες θα πρέπει να ενταθούν, όπως συνέβη στη διάρκεια της πανδημίας. Οι συνέργειες αυτές θα μπορούσαν να είναι αμοιβαία επωφελείς σε τομείς στους οποίους το ρίσκο για τις φαρμακοβιομηχανίες είναι μεγάλο. Φυσικά, αν το ρίσκο επιμεριστεί, με συγχρηματοδότηση από το κράτος, θα πρέπει να υπάρχει συνεννόηση για το θεσμικό πλαίσιο και για τις τιμές των φαρμάκων. Έρχονται πάρα πολλές θετικές εξελίξεις, οι οποίες μπορεί να αλλάξουν γενικά τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε την ιατρική. Για παράδειγμα, θα πρέπει μάλλον να γίνουν αλλαγές στα προγράμματα σπουδών των ιατρικών σχολών. Θα πρέπει να βιαστούμε για να εισαγάγουμε μαθήματα όπως η επιδημιολογία, η βιοστατιστική, η τεχνητή νοημοσύνη ή η μεθοδολογία της έρευνας στα προγράμματα σπουδών.

Η μεταπολεμική ευημερία στις ανεπτυγμένες χώρες διεθνώς βασίστηκε εν πολλοίς σε μια σειρά από θεμελιώδεις οργανισμούς, όπως ο ΠΟΥ, ο ΟΗΕ, ο Διεθνής Οργανισμός Εμπορίου, το ΝΑΤΟ κλπ. Οι δηλώσεις της νέας ηγεσίας στις ΗΠΑ θέτουν σε αμφισβήτηση τη θέση των ΗΠΑ σε μια σειρά από αυτούς τους οργανισμούς (π.χ. στον ΠΟΥ). Παράλληλα, η νέα ηγεσία φαίνεται ότι θα τοποθετήσει σε καίριες θέσεις άτομα με αμφιλεγόμενες απόψεις. Τι θα σημάνει αυτή η στάση για τις διεθνείς εξελίξεις στην υγεία;

Παρόλο που ο Πρόεδρος Trump έχει κάνει κατά καιρούς κάποιες απίθανες δηλώσεις, είναι ο νέος δημοκρατικά εκλεγμένος πρόεδρος των ΗΠΑ, είτε μας αρέσει είτε όχι, παρατήρησε ο κ. Μόσιαλος. Το ίδιο ισχύει για κάποιες χώρες της Ε.Ε. όπου έχουν εκλεγεί πρόσωπα με ακροδεξιές απόψεις. Θα πρέπει, μέσα σε ορθολογικά πλαίσια, να επιδιώξουμε τη συνέχιση του διαλόγου. Αν οι ΗΠΑ φύγουν από τον ΠΟΥ, οι επιπτώσεις θα είναι σημαντικές, όχι μόνο για τη χρηματοδότηση, αλλά και γιατί καταρρέει ένα παγκόσμιο οικοδόμημα που δημιουργεί ένα φόρουμ όπου μπορούμε να συζητάμε τα παγκόσμια προβλήματα (όπως ήταν, π.χ., η πανδημία). Αν είμαστε τυχεροί και δεν έχουμε νέα πανδημία, ένα πάγωμα των σχέσεων ΗΠΑ-ΠΟΥ δεν θα είναι τόσο επώδυνο – αν όμως έχουμε, θα είναι επώδυνο.

Κάποια από τα επίμαχα πρόσωπα που προτίθεται να επιλέξει ο Πρόεδρος των ΗΠΑ για την κυβέρνηση που θα σχηματίσει, επηρεάζουν περισσότερο τους Αμερικανούς, ιδίως τους φτωχότερους, αλλά δεν επηρεάζουν ιδιαίτερα εμάς. Οι περισσότεροι πάντως δεν είναι παράλογοι και είναι καλό να έχουμε ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με αυτούς τους ανθρώπους, παρά τις όποιες αντιθέσεις μας.

Παράλληλα με τα παραπάνω, ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ ετοιμάζεται για την επιβολή δασμών σε μια σειρά από προϊόντα προερχόμενα από ανταγωνιστικές οικονομίες (κυρίως την Κίνα) – σε ένα παλαιού τύπου στυλ εμπορικού πολέμου. Τι επιπτώσεις πιστεύετε ότι θα έχει αυτό;

Θα πρέπει να περιμένουμε να δούμε κατά πόσο ο Πρόεδρος Trump θα εφαρμόσει το σύνολο των απειλών που έχει εξαγγείλει ως προς την πολιτική δασμών, απάντησε ο κ. Μόσιαλος, και πρόσθεσε πως δεν πιστεύει ότι στο τέλος θα είναι τόσο αυστηρός, επισημαίνοντας πως ο Elon Musk έχει το ένα τρίτο των συμφερόντων και των κερδών του στην Κίνα. Σίγουρα θα είναι δύσκολα τα πράγματα αν αντεπιτεθεί η Κίνα, ιδίως κατά των φαρμακοβιομηχανιών, εξήγησε, καθώς η Κίνα είναι η δεύτερη χώρα παγκοσμίως σε κλινικές δοκιμές, και είναι πολύ μπροστά στις φαρμακευτικές ανακαλύψεις. Επομένως, δεν θέλουμε να σταματήσει η συνεργασία με τις κινεζικές εταιρείες. Ένα άλλο ζήτημα το οποίο ίσως συνετίσει τις ΗΠΑ είναι το γεγονός πως το 70% των πρώτων υλών για τα φάρμακα στις ΗΠΑ προέρχονται από την Κίνα και την Ινδία, ενώ στην Ε.Ε., το ποσοστό είναι ακόμη υψηλότερο και ανέρχεται στο 85%. Εξέφρασε την ευχή να μην φτάσουμε σε τέτοιες καταστάσεις, καθώς τα αντίποινα θα σημαίνουν ότι δεν θα έχουμε φάρμακα. Είπε τέλος, πως πιστεύει ότι θα επέλθει κάποια ισορροπία, όπου κάποιες απειλές θα εφαρμοστούν εν μέρει και κάποιες άλλες δεν θα εφαρμοστούν καθόλου.

Επιστρέφοντας στο ευρωπαϊκό περιβάλλον, πώς μπορούν κείμενα όπως η αναφορά του Mario Draghi για την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας ή η έκθεση Letta να συνδράμουν παραγωγικά σε ένα καλύτερο μέλλον στην υγεία;

Θα μπορούσαν να επηρεάσουν την τεχνολογική ανάπτυξη στην Ε.Ε., είπε ο κ. Μόσιαλος και επισήμανε ότι η Ευρώπη δεν έχει ούτε μία εταιρεία της τάξης του ενός τρισεκατομμυρίου, αντίθετα, όλες είναι στις ΗΠΑ, ενώ σύντομα θα έχει και η Κίνα. Το ερώτημα είναι πόση διάθεση θα υπάρχει σε επίπεδο Ε.Ε. για επενδύσεις, οι οποίες θα βασιστούν προφανώς σε έναν ευρωπαϊκό δανεισμό. Δεν μπορούν να δοθούν χρήματα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τα χρήματα θα προέλθουν από έναν συνολικό δανεισμό της Ε.Ε., όπως έγινε στην περίοδο της πανδημίας. Επομένως το πολιτικό δίλημμα είναι αν οι κυβερνήσεις της Ευρώπης θα επιτρέψουν στην κυρία von der Leyen να αυξήσει τον εξωτερικό δανεισμό, έτσι ώστε να υπάρξει μια ουσιαστική βιομηχανική πολιτική. Μια τέτοια πολιτική θα μπορούσε να βοηθήσει και τη χώρα μας, γιατί αν η Ευρώπη θέλει να έχει γεωπολιτική αυτοδυναμία σε θέματα φαρμακευτικών πρώτων υλών, τότε θα πρέπει να επενδύσει σοβαρά. Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία θα μπορούσε να ωφεληθεί πάρα πολύ υπό αυτές τις προϋποθέσεις, κατέληξε ο κ. Μόσιαλος.

Ένα εξίσου σημαντικό, αν όχι σημαντικότερο, ζήτημα είναι η έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού στην υγεία – τόσο σε επίπεδο αριθμών όσο και σε επίπεδο των νέων δεξιοτήτων που απαιτούνται. Πού βρισκόμαστε αναφορικά με το θέμα αυτό; Πώς μπορεί η τεχνητή νοημοσύνη να επηρεάσει την αγορά εργασίας;

Ως ένα βαθμό θα την επηρεάσει, απάντησε ο Καθηγητής. Η ΤΝ σίγουρα θα διευκολύνει τους γιατρούς, τους νοσηλευτές και τους φαρμακοποιούς. Για παράδειγμα, αν τα ηλικιωμένα άτομα που ζουν μόνα τους ή τα άτομα με ψυχικά προβλήματα δέχονταν να φορέσουν βραχιολάκι για να παρακολουθείται η κατάστασή τους, θα μπορούσαμε να συγκεντρώσουμε πάρα πολλές πληροφορίες, να παρακολουθήσουμε τις αλλαγές της διάθεσης ή τις πτώσεις και να ελέγξουμε αν λειτουργεί η φαρμακοθεραπεία. Θα υπάρξει πολύ μεγάλη πρόοδος σε αυτόν τον τομέα και θα συστηματοποιηθούν τα στοιχεία.

Ακόμη πιο σημαντικό, όμως, είπε ο κ. Μόσιαλος, είναι να επανεξετάσουμε τις ανάγκες σε ιατρικό προσωπικό, καθώς τα επιδημιολογικά πρότυπα αλλάζουν. Θα πρέπει να δοθεί έμφαση σε άλλες ειδικότητες, σε σχέση με το παρελθόν, ενώ σήμερα παράγουμε γιατρούς με βάση ιστορικές κατανομές, όχι με βάση τις σημερινές ανάγκες. Είναι επίσης σημαντικό να επανεξετάσουμε τα προγράμματα σπουδών στις ιατρικές σχολές και να δοθεί έμφαση σε νέα πεδία. Δεν χρειάζεται να περνούν όλοι οι φοιτητές ιατρικής από όλες τις ειδικότητες για τρεις μήνες, μαθαίνοντας εξειδικευμένες τεχνικές που δεν θα χρησιμοποιήσουν ποτέ, παρατήρησε, προσθέτοντας ότι στο εξής θα πρέπει να είμαστε πιο πρακτικοί και ρεαλιστές.

Συγχρόνως θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τη φυγή των γιατρών στο εξωτερικό, με παροχή κινήτρων για να παραμείνουν εδώ. Το ζήτημα αυτό θα ενταθεί καθώς και άλλες χώρες αναπτύσσονται. Πολλές πλούσιες αραβικές χώρες, για παράδειγμα, αντλούν πλέον ιατρικό προσωπικό από τις χώρες από τις οποίες αντλούσε έως τώρα η Δύση, όπως είναι η Ινδία ή το Πακιστάν.

Στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης (ή ενός φεντεραλιστικού πνεύματος) ποιος μπορεί να είναι ο ρόλος της ΕΕ στη χρηματοδότηση πρωτοβουλιών και δράσεων στην υγεία από τα κράτη μέλη; Μπορεί η χρηματοδότηση αυτή να είναι σταθερή, διαρκής και βιώσιμη;

Ο κ. Μόσιαλος έθεσε ως κύριο προβληματισμό το ποια Ευρώπη θα έχουμε σε 3, 4 ή 5 χρόνια από τώρα, αν θα διατηρήσουμε δηλαδή τη σημερινή μορφή της Ε.Ε., λαμβάνοντας υπόψη την άνοδο πολιτικών φαινομένων που δεν είχαμε δει μέχρι τώρα. Πέραν αυτού, η ΕΕ δεν πρόκειται να λύσει τα προβλήματα των συστημάτων υγείας, δεν θα δώσει έναν ακόμη μηχανισμό ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, σχολίασε. Θα ενισχύσει τα φάρμακα, προκειμένου να προετοιμαστούμε για μια επόμενη πανδημία, θα ενισχύσει τον ΕΜΑ και το ECDC, ενδεχομένως διευρύνοντας το ECDC για να συμπεριλάβει και τα χρόνια νοσήματα. Όμως, τόνισε, οι λύσεις για τα συστήματα υγείας θα πρέπει να βρεθούν εγχώρια.

Πολύς λόγος γίνεται για το κοινωνικό κράτος στην Ευρώπη. Τι πρέπει να κάνουμε ώστε να διασφαλίσουμε τη βιωσιμότητα του κοινωνικού κράτους, ιδίως στην πλευρά του συστήματος υγείας;

Τη μεγαλύτερη πίεση στο κοινωνικό κράτος τη δημιουργούν οι συντάξεις, όχι οι δαπάνες υγείας, δήλωσε ο κ. Μόσιαλος. Με τη μεγάλη αναδιάρθρωση που έγινε στο συνταξιοδοτικό το 2011 και με την ανάπτυξη ενός μοντέλου πρόβλεψης των συνταξιοδοτικών δαπανών, είπε, θα μπορούμε να δούμε αποτελέσματα σε βάθος χρόνου. Από εκεί και πέρα θα πρέπει να αναπτυχθούμε περαιτέρω τεχνολογικά και να αυξήσουμε την παραγωγικότητα, πρόσθεσε και έθεσε μια σειρά από ερωτήματα: Τι θα ήμασταν διατεθειμένοι, ως Ευρωπαίοι, να θυσιάσουμε για να συναγωνιστούμε τις ΗΠΑ σε παραγωγικότητα; Θα δεχόμασταν ένα σύστημα υγείας το οποίο αποκλείει μέρος του πληθυσμού από την πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, όπως στις ΗΠΑ; Θα δεχόμασταν μείωση του προσδόκιμου ζωής, για να γίνουμε πιο ανταγωνιστικοί; Ωστόσο, επισήμανε ότι στην Ευρώπη έχουμε διαφορετικές αξίες. Σχολίασε, επίσης, ότι στα θέματα του κοινωνικού κράτους, η άνοδος της ακροδεξιάς δεν δημιουργεί πιέσεις, δεδομένου ότι τα ακροδεξιά κόμματα δεν θέλουν μείωση των συντάξεων και των κοινωνικών δικαιωμάτων. Επομένως, το κοινωνικό συμβόλαιο προάσπισης του κοινωνικού κράτους που έχουμε, είπε, απειλείται κυρίως από τις δημογραφικές εξελίξεις και από ένα παραγωγικό μοντέλο στην Ευρώπη το οποίο δεν είναι παραγωγικό, καταλήγοντας ότι το πραγματικό πρόβλημα που πρέπει να εξετάσουμε είναι εάν μπορούμε να γίνουμε πιο παραγωγικοί.

Τι πρέπει να κάνουμε για να αποφύγουμε μια επόμενη πανδημία; Ή, αν συμβεί, πώς μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε καλύτερα;

Απαντώντας στην τελευταία ερώτηση, ο κ. Μόσιαλος είπε πως ήδη έχει ιδρυθεί το Κέντρο Επιδημιολογικής Ετοιμότητας και Καινοτομίας (CEPI), με στόχο την ταχύτατη ανάπτυξη νέων εμβολίων σε περίπτωση εμφάνισης ενός νέου πανδημικού ιού. Ο Καθηγητής εξήγησε ότι τα εμβόλια γενικά αναπτύσσονται σε ένα διάστημα 4-5 ετών, λόγω έλλειψης πόρων και εθελοντών για κλινικές δοκιμές. Στην πανδημία, ωστόσο, που υπήρξε υπερπληθώρα εθελοντών και μεγάλη χρηματοδότηση, το εμβόλιο βγήκε σε 10 μήνες. Πρόσθεσε ότι ο CEPI, φροντίζοντας να υπάρχουν πόροι, ερευνητικά εργαστήρια και εθελοντές, θα μπορούσε να δώσει εμβόλιο σε 100 ημέρες.

Τόνισε ότι εκεί που πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας είναι η συστηματική επιδημιολογική παρακολούθηση. Ο ΠΟΥ διαθέτει 30 κέντρα παγκοσμίως που παρακολουθούν τους ιούς της γρίπης και τις μεταλλάξεις τους, κυρίως στο νότιο ημισφαίριο. Το κόστος για την ανάπτυξη 30 κέντρων παγκοσμίως για την παρακολούθηση ολόκληρων οικογενειών ιών και των μεταλλάξεών τους θα ήταν περίπου 30-40 δισεκατομμύρια ετησίως. Πρόκειται για αστείο ποσό, σχολίασε ο Καθηγητής, σε σχέση με αυτό που χάθηκε στην πανδημία, το οποίο ανήλθε στα 30 τρισεκατομμύρια. Η συμμετοχή της χώρας μας θα αντιστοιχούσε σε μισό εκατομμύριο. Αυτό δεν γίνεται πράξη, γιατί οι παγκόσμιοι ηγέτες έχουν κουραστεί να συζητούν για θέματα υγείας, παρατήρησε ο κ. Μόσιαλος.

Ωστόσο, κατέληξε, μόνο με δεδομένα, αναλυτική προσέγγιση και συστηματική παρακολούθηση μπορούμε να αντιμετωπίσουμε μια μελλοντική πανδημία. Διαθέτουμε πλέον έναν οργανισμό για την ταχεία ανάπτυξη εμβολίων. Καλό θα ήταν, όμως, να μη φτάσουμε στη φάση των εμβολίων, αλλά να μπορούμε να προλάβουμε μια πανδημία πιο νωρίς.