Το πάγιο και πάντα επίκαιρο θέμα της χρηματοδότησης του συστήματος υγείας με στόχο την καθολική κάλυψη συζητήθηκε στο πλαίσιο στρογγυλής τράπεζας, την οποία συντόνισε ο καθηγητής πολιτικής υγείας κ. Κυριάκος Σουλιώτης. «Το μότο του NHS όταν ιδρύθηκε ήταν ότι μπορούμε να καλύψουμε τους πάντες, αλλά όχι για τα πάντα», σχολίασε ο κ. Σουλιώτης δίνοντας το σύνθημα για την έναρξη της συζήτησης, κατά την οποία έθεσε μια σειρά από ερωτήματα σε εκπροσώπους των εμπλεκόμενων φορέων, από το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., της φαρμακοβιομηχανίας, αλλά και της αντιπολίτευσης και του ακαδημαϊκού χώρου.
Ο προϋπολογισμός του Υπ. Υγείας και κάλυψη κενών
Η κ. Παυλίνα Καρασιώτου, Γενική Γραμματέας Δημοσιονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, έλαβε πρώτη τον λόγο προκειμένου να μιλήσει για τον φετινό προϋπολογισμό υγείας, ο οποίος, σύμφωνα με την ομιλήτρια, είναι σε γενικές γραμμές καλός. Μετά από πάρα πολλά χρόνια αλλεπάλληλων κρίσεων, η δημοσιονομική κατάσταση είναι καλή, η ανάπτυξη συνεχίζεται και ο πληθωρισμός σταθεροποιείται και μειώνεται. Έτσι, τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια σταθερή αυξητική πορεία των δαπανών για την υγεία, την παιδεία και την άμυνα, τους τομείς δηλαδή στους οποίους διοχετεύεται το μεγαλύτερο μέρος των υπεραποδόσεων που προκύπτουν από τα φορολογικά έσοδα και από την πάταξη της φοροδιαφυγής. Ως αποτέλεσμα, η επιχορήγηση προς τα νοσοκομεία αυξήθηκε από 1,5 δισ. το 2019 σε 3,2 δισ. για το 2025, ο προϋπολογισμός του Υπουργείου Υγείας αυξήθηκε από 4,1 δισ. σε 7,18 δισ., ενώ οι συνολικές δαπάνες για την υγεία ανέρχονται σε 13,5 δισ. στον φετινό προϋπολογισμό, από σχεδόν 12 δισ. που ήταν το 2023. Με αυτόν τον τρόπο καλύπτονται κενά που είχαν δημιουργηθεί τα προηγούμενα χρόνια και κερδίζουμε το χαμένο έδαφος. Πρόκειται για μια δύσκολη άσκηση, γιατί προϋποθέτει προτεραιοποίηση των αναγκών και στη συνέχεια σωστή αξιοποίηση των δαπανών.
Ο ρόλος του ΕΟΠΥΥ στο πλαίσιο του ψηφιακού μετασχηματισμού
Καλούμενη να σχολιάσει πώς μπορεί ο Ε.Ο.Π.Υ.Υ. να αξιοποιήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αυτούς τους πόρους, η κ. Θεανώ Καρποδίνη, Διοικήτρια & Πρόεδρος Δ.Σ. του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., συμφώνησε αρχικά ότι η χρηματοδότηση του συστήματος υγείας έχει αυξηθεί σημαντικά την τελευταία πενταετία, είτε άμεσα είτε έμμεσα, καθώς πλέον καλύπτονται από ξεχωριστό προϋπολογισμό τα εμβόλια, τα φάρμακα τα οποία βρίσκονται σε παγκόσμια έλλειψη, η χρηματοδότηση του ΕΚΑΣ και οι Ευρωπαίοι ασφαλισμένοι. Ωστόσο, ο Ε.Ο.Π.Υ.Υ. έχει να αντιμετωπίσει δύο στοιχήματα. Το ένα είναι η αποτελεσματική χρήση των πόρων, δεδομένου ότι οι μεγαλύτερες δαπάνες δεν σημαίνουν απαραίτητα καλύτερες υπηρεσίες ή καθολική πρόσβαση σε αυτές. Η εύρεση πρόσθετης χρηματοδότησης για την κάλυψη των νέων αναγκών και των νέων καινοτόμων θεραπειών είναι φυσικά μια πρόκληση, αλλά το μεγαλύτερο στοίχημα είναι ο αποτελεσματικότερος έλεγχος των παροχών προς τους ασφαλισμένους, έτσι ώστε να δημιουργείται χώρος για πρόσβαση σε νέα φάρμακα. Το δεύτερο στοίχημα σχετίζεται με τον ψηφιακό μετασχηματισμό και με τα νέα εργαλεία που είναι πλέον διαθέσιμα. Τα εργαλεία αυτά επιτρέπουν στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. να μετρά πραγματικά την προστιθέμενη αξία από κάθε νέο φάρμακο ή κάθε νέα υπηρεσία, του δίνουν τη δυνατότητα αξιολόγησης των τεχνολογιών υγείας, ενώ μια δυνατή Επιτροπή Διαπραγμάτευσης έχει δώσει τα τελευταία χρόνια πάρα πολύ μεγάλη ανάσα στον προϋπολογισμό, καθώς και τη δυνατότητα στις εταιρείες να έχουν πιο προβλέψιμο δικό τους προϋπολογισμό. Το στοίχημα για τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. είναι πώς θα καταφέρει να συντονίσει όλα αυτά τα καινούρια εργαλεία, έτσι ώστε να φέρει αποτελέσματα τα οποία ο ασφαλισμένος θα μπορεί να αντιληφθεί ως βελτίωση της παρεχόμενης ποιότητας, μείωση της αναμονής, καθολική πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας και δυνατότητα λήψης εξατομικευμένης θεραπείας.
Αξιοποίηση των εργαλείων χρηματοδότησης
Εκπροσωπώντας την αξιωματική αντιπολίτευση, ο κ. Παναγιώτης Δουδωνής, Βουλευτής Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ, συμφώνησε με τη σειρά του για τη σημασία της παρακολούθησης του τρόπου διάθεσης των πόρων και διατύπωσε δύο ενστάσεις για τις πολιτικές της κυβέρνησης. Η μία ήταν ότι οι πόροι από το Ταμείο Ανάκαμψης χρησιμοποιήθηκαν στον τομέα της υγείας για μεγάλο διάστημα αποκλειστικά και μόνο για την ενεργειακή αναβάθμιση των νοσοκομείων και έτσι χρησιμοποιήθηκε μόνο το 1/4 περίπου των πόρων που θα μπορούσαν να είχαν απορροφηθεί, με αποτέλεσμα να χαθεί μια μοναδική ευκαιρία να χτίσουμε υποδομές για την υγεία. Η δεύτερη ένταση σχετιζόταν με τα απογευματινά ιατρεία και τον προσυμπτωματικό έλεγχο, τα οποία επίσης χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης, χωρίς ωστόσο να έχει προβλεφθεί η ύπαρξη κάποιου μόνιμου εργαλείου χρηματοδότησης, έτσι ώστε να μπορούν να συνεχιστούν μακροχρόνια. Συνολικά, δηλαδή, αντί να διοχετευτούν τα χρήματα σε έργα υποδομών τα οποία θα μείνουν, διοχετεύονται σε προγράμματα τα οποία αναγκαστικά θα διακοπούν. Παρομοίως, υποστήριξε ο ομιλητής, η κυβέρνηση θεσμοθετεί διάφορα πράγματα, όπως η κοστολόγηση των ιατρικών πράξεων ή το σύστημα προμηθειών, χωρίς να περνά στη συνέχεια σε εφαρμογή αυτών που έχει θεσμοθετήσει. Ο κ. Δουδωνής πρόσθεσε ότι θα πρέπει να δούμε ξανά τον ρόλο του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και να εξετάσουμε κατά πόσο μπορεί να γίνει στρατηγικός αγοραστής υπηρεσιών υγείας και σε τι θα μπορούσε αυτό να μεταφραστεί. Τόνισε, τέλος, ότι η Ελλάδα διαθέτει εξαιρετικούς οικονομολόγους υγείας, τους οποίους θα πρέπει να αξιοποιήσουμε για να σχεδιάσουμε, αλλά και να εφαρμόσουμε, μηχανισμούς παρακολούθησης της διάθεσης των πόρων.
Επένδυση στην καινοτομία
Στη συνέχεια, καλούμενη να απαντήσει στο ερώτημα του κατά πόσο η Ελλάδα, με το παραγωγικό της μοντέλο, μπορεί να επενδύσει στην καινοτομία, η κ. Έλενα Χουλιάρα, Πρόεδρος και Διευθύνουσα Σύμβουλος της Astra Zeneca Ελλάδας & Κύπρου, απάντησε πως η κατάσταση είναι πολύ μακριά από εκεί που θα έπρεπε να είναι. Σε σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ακόμη και τις νότιες, το χρηματοδοτικό κενό στον χώρο του φαρμάκου ήταν της τάξης του 1 δισ. ευρώ ήδη από το 2022. Η διαφορά αυτή διαρκώς αυξάνεται και έχουμε φτάσει στο σημείο τα τελευταία τρία χρόνια η φαρμακοβιομηχανία να καλύπτει πάνω από το μισό της χρήσης των φαρμάκων στην Ελλάδα και να υπάρχουν επιστροφές 83% για κάποια νοσοκομειακά φάρμακα. Αυτό πλήττει τη βιωσιμότητα σε όλον τον χώρο του φαρμάκου, αλλά πρωτίστως πλήττει την πρόσβαση των ασθενών στα φάρμακα και κυρίως στα νέα, καινοτόμα φάρμακα. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα τελευταία 4 χρόνια ο ΕΜΑ έχει εγκρίνει 221 νέα φάρμακα και από αυτά ούτε το 20% δεν είναι αυτήν τη στιγμή διαθέσιμα και αποζημιούμενα στην Ελλάδα.
Επειδή θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί κατά πόσο χρειάζονται πράγματι όλα αυτά τα καινοτόμα φάρμακα, η κ. Χουλιάρα υπενθύμισε ότι η φαρμακευτική καινοτομία ήταν αυτή που έσωσε πάρα πολλές ζωές στη διάρκεια της πανδημίας, ενώ χάρη στη φαρμακευτική καινοτομία πολλοί άνθρωποι με σοβαρές νόσους, όπως HIV, καρκίνο του πνεύμονα και μελάνωμα, ζουν περισσότερο και καλύτερα. Πολλά περισσότερα μπορεί να προσφέρει η φαρμακευτική καινοτομία στο μέλλον, χάρη σε εξελίξεις όπως οι γονιδιακές θεραπείες και η ιατρική ακριβείας. Επιπλέον, η φαρμακευτική καινοτομία έχει σημαντικό αντίκτυπο και στην οικονομία, καθώς όταν οι άνθρωποι ζουν περισσότερο και με καλή υγεία, είναι παραγωγικοί για μεγαλύτερο διάστημα και συμβάλλουν περισσότερο στην οικονομία. Υπολογίζεται ότι το 1/3 της αύξησης του ΑΕΠ της τελευταίας δεκαετίας συνδέεται και με τη βελτίωση της υγείας, ενώ έχει υπολογιστεί ότι εάν δοθεί κατάλληλη προτεραιότητα στην υγεία, το ΑΕΠ μπορεί να παρουσιάσει αύξηση της τάξης του 8% έως το 2040, το οποίο μεταφράζεται σε ένα ποσό της τάξης των 13 τρισ. δολαρίων στην παγκόσμια οικονομία. Γίνεται, λοιπόν, σαφές ότι αξίζει να επενδύσουμε στη φαρμακευτική καινοτομία και αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε μακριά από το κατάλληλο επίπεδο επενδύσεων.
Βιωσιμότητα του συστήματος υγείας
Λαμβάνοντας τον λόγο, ο καθηγητής κ. Κώστας Αθανασάκης δήλωσε πως, σύμφωνα με έρευνες, όσο περισσότερο δημόσιος είναι ο χαρακτήρας ενός συστήματος υγείας τόσο καλύτερο είναι το επίπεδο υγείας στην ηλικία των 65 ετών – κάτι που μας ενδιαφέρει πολύ, δεδομένης της αύξησης του πληθυσμού των ατόμων άνω των 65 ετών. Ο κ. Αθανασάκης έκανε στη συνέχεια μια διάκριση ανάμεσα στην οικονομική βιωσιμότητα (δηλ. τη σχέση κόστους-οφέλους) και τη δημοσιονομική βιωσιμότητα (δηλαδή τη διάθεση των πόρων που επιτρέπουν σε ένα σύστημα να λειτουργήσει). Η οικονομική βιωσιμότητα, υποστήριξε ο ομιλητής, δεν είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί, καθώς γνωρίζουμε σήμερα τεχνικές και λύσεις για να την επιτύχουμε, μεταξύ των οποίων και αυτές που αξιολογούν και επιβραβεύουν την καινοτομία. Η δημοσιονομική βιωσιμότητα, όμως, φαίνεται ότι είναι πιο δύσκολη υπόθεση, σχολίασε ο ομιλητής. Ο λόγος είναι ότι μέτρα όπως, για παράδειγμα, η επιβολή ειδικών φόρων σε προϊόντα που είναι επιβλαβή για την υγεία (όπως τα τσιγάρα και τα σακχαρούχα αναψυκτικά) δεν αποδίδουν τόσο ώστε να λυθεί το πρόβλημα. Ο βασικότερος λόγος, όμως, είναι το γεγονός ότι έχουμε ξεχάσει για ποιο λόγο δημιουργήθηκαν τα συστήματα υγείας. Απαιτούνται κυβερνήσεις με όραμα, οι οποίες να θυμούνται ότι τα συστήματα υγείας δημιουργήθηκαν γιατί διατηρούν την υγεία των ανθρώπων και, συνεπώς, την κοινωνική συνοχή και ευημερία. Αν το θυμηθούμε αυτό, θα γνωρίζουμε γιατί πρέπει να δοθούν χρήματα στον τομέα της υγείας, κατέληξε ο κ. Αθανασάκης.
Συζήτηση
Σε αυτό το σημείο, ο κ. Σουλιώτης σχολίασε ότι κάποιες ακραίες απόψεις που έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς, όπως γιατί να πληρώνουν όλοι οι πολίτες μέσω της φορολογίας τις ατομικές επιβλαβείς συμπεριφορές κάποιων ανθρώπων, έχουν απορριφθεί από όλες τις επιστημονικές κοινότητες και πρόσθεσε πως δεν υπάρχουν οικονομικά υγιείς χώρες με μη υγιείς πολίτες και πως χώρες με υψηλό επίπεδο διαφθοράς έχουν χειρότερα συστήματα υγείας και το αντίστροφο. Ο κ. Δουδωνής υπερθεμάτισε, λέγοντας ότι μια ισχυρή οικονομία είναι συμπεριληπτική οικονομία και ότι στην Ελλάδα ισχύει το εξής παράδοξο: ενώ είμαστε προτελευταίοι στην Ευρώπη σε αγοραστική δύναμη, ερχόμαστε δεύτεροι σε ιδιωτικές δαπάνες υγείας. Καυτηρίασε επίσης τον ολιγοπωλιακό χαρακτήρα του χώρου της ιδιωτικής υγείας, καθώς και την προχειρότητα, όπως είπε, με την οποία έγινε η εγγραφή μη έμπειρων γιατρών στη λίστα με τους προσωπικούς γιατρούς, με μόνο στόχο την εκταμίευση των χρημάτων από το ταμείο ανάκαμψης, αντί για τη δημιουργία δικτύων που να μπορούν να αντιμετωπίσουν την πολυνοσηρότητα, η οποία βρίσκεται σε αύξηση.
Ο κ. Σουλιώτης επανήλθε λέγοντας ότι οι δαπάνες για την υγεία δεν θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται ως πρόβλημα και ότι θα έπρεπε να βλέπουμε την επενδυτική διάσταση και τον εμπροσθοβαρή χαρακτήρα αυτών των δαπανών. Η κ. Χουλιάρα πρόσθεσε ότι απαιτείται εξορθολογισμός σε όλο τον χώρο της υγείας και ότι η φαρμακευτική καινοτομία είναι μία από τις πιο αποδοτικές επενδύσεις.
Στη συνέχεια, ο κ. Σουλιώτης έθεσε το ερώτημα κατά πόσο θα μπορούσε ο Ε.Ο.Π.Υ.Υ. να γίνει ο βασικός μοχλός χρηματοδότησης των υπηρεσιών υγείας, δηλαδή να συγκεντρώνει όλα τα χρήματα από όλες τις δημόσιες πηγές χρηματοδότησης και να διαπραγματεύεται με τους παρόχους, δημόσιους και ιδιωτικούς, έτσι ώστε να μπορεί να υπάρξει αποτελεσματικός έλεγχος. Η κ. Καρποδίνη απάντησε πως κατά τη γνώμη της ο Ε.Ο.Π.Υ.Υ. θα μπορούσε να παίξει αυτόν τον ρόλο. Εξήγησε ότι ο Ε.Ο.Π.Υ.Υ. βρίσκεται σε φάση μετασχηματισμού και ότι εργαλεία όπως ο ψηφιακός ανασχηματισμός, τα μητρώα παρακολούθησης, τα DRG, τα εργαλεία μέτρησης της αποτελεσματικότητας και της προστιθέμενης αξίας, σε συνδυασμό με την πρόσβαση σε όλα τα δεδομένα και την ανάληψη όλων των πόρων, θα του επέτρεπαν να μετατραπεί σε στρατηγικό και όχι παθητικό αγοραστή υπηρεσιών υγείας και να επιτύχει αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων.
Ολοκληρώνοντας τη συζήτηση, ο κ. Σουλιώτης ρώτησε κατά πόσο είναι εφικτή η ισότητα σε ένα σύστημα που αρνείται να αλλάξει, με τον κ. Αθανασάκη να απαντά ότι μια αλλαγή κοινωνικού χαρακτήρα δεν είναι ποτέ εύκολη και ότι δεν δόθηκε χρόνος να ανταποκριθούμε στην αλλαγή του θεσμού. Όταν δημιουργήθηκε το Ε.Σ.Υ., πριν από 40 χρόνια, παρήγε πολιτικές από την πλευρά της προσφοράς, αλλά δεν άκουσε κανείς τι πραγματικά θέλουν οι άνθρωποι. Σήμερα διαθέτουμε τα περισσότερα εργαλεία από ποτέ για να λύσουμε το θέμα των ανισοτήτων. Αλλά θα πρέπει να τις εντοπίσουμε και να ρωτήσουμε ποιες είναι οι πραγματικές ανάγκες. Τέλος, η κ. Καρασιώτου επισήμανε για μία ακόμη φορά πως υψηλότερη χρηματοδότηση δεν σημαίνει απαραίτητα καλύτερο σύστημα υγείας και ότι το κλειδί είναι η σωστή αξιοποίηση των πόρων.