Προλογίζοντας μια πολύ επίκαιρη συζήτηση για τη συμπληρωματική ασφάλιση υγείας στον χώρο της νοσοκομειακής περίθαλψης, συζήτηση που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με την Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδας (ΕΑΕΕ), ο καθηγητής χειρουργικής και συντονιστής της συζήτησης, κ. Χρήστος Δερβένης κάλεσε τους ομιλητές να καταθέσουν τις πάντα ευπρόσδεκτες προτάσεις τους για συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) στον χώρο αυτό.
Λαμβάνοντας πρώτος τον λόγο, ο Γενικός Διευθυντής Ζωής & Υγείας της Interamerican και πρόεδρος του EURAPCO Health Group, κ. Γεώργιος Βελιώτης επισήμανε ότι πουθενά δεν υπάρχει ιδανικό σύστημα υγείας. Στην Ελλάδα, οι νοσηλευτικές δαπάνες κατανέμονται μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα με ποσοστά 60% και 40%, αντιστοίχως, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των ιδιωτικών δαπανών καταβάλλονται από την τσέπη των ασθενών και μόνο ένα μικρό μέρος καλύπτεται από ιδιωτικές ασφάλειες. Έτσι, οι πολίτες πληρώνουν με πολλαπλούς τρόπους το κόστος νοσηλείας: μέσω φόρων, μέσω εισφορών, μέσω ιδιωτικής ασφάλισης και από την τσέπη τους. Αυτό δεν είναι αποτελεσματικό και όλο και περισσότερο χρειάζεται μια συνεργασία ανάμεσα στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα για να αντιμετωπιστεί αυτό το βάρος. Η μεγάλη πρόκληση είναι τα πάρα πολύ υψηλά κόστη νοσηλείας. Δεν μπορεί, σχολίασε ο κ. Βελιώτης, το κόστος της χολοκυστεκτομής στην Ελλάδα στον ιδιωτικό τομέα να είναι στο ίδιο επίπεδο με αυτό στην Ελβετία και τρεις φορές υψηλότερο από ό,τι στην Ισπανία ή στην Πορτογαλία. Το πρόβλημα, σύμφωνα με τον ομιλητή, πηγάζει σε μεγάλο βαθμό από τον νόμο-πλαίσιο που υπάρχει για τις ιδιωτικές κλινικές και το γεγονός ότι, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, δεν υπάρχουν σύγχρονες μονάδες, π.χ. χειρουργεία μίας ημέρας – τα περισσότερα νοσοκομεία και οι κλινικές είναι γενικής μορφής, ενώ λείπουν οι εξειδικευμένες κλινικές. Μια παλαιότερη προσπάθεια για θεσμική συνεργασία ιδιωτικού-δημόσιου τομέα δεν ευοδώθηκε, ωστόσο από αυτήν μάθαμε πολλά, παρατήρησε ο ομιλητής. Σήμερα καλούμαστε να συζητήσουμε ξανά για την εύρεση λύσεων, οι οποίες όμως, όπως επισήμανε ο ομιλητής, θα πρέπει να είναι αποδεκτές και από τους γιατρούς. Το κλειδί είναι ο διάλογος, το κοινό όραμα και η εμπιστοσύνη, κατέληξε ο κ. Βελιώτης.
Στη συνέχεια, ο Καθηγητής Διοίκησης και Οργάνωσης Υπηρεσιών Υγείας, Δ.Π.Θ., κ. Νίκος Πολύζος περιέγραψε εν συντομία την παλαιότερη προσπάθεια σύμπραξης που είχε πραγματοποιηθεί το 2011 και η οποία δεν στέφθηκε από επιτυχία. Στην απόπειρα εκείνη είχε εκδοθεί υπουργική απόφαση η οποία προέβλεπε τη διάθεση 556 κλινών σε νοσοκομεία του Ε.Σ.Υ. πανελλαδικά, για 40.000 νοσηλείες ετησίως, και υπεγράφη πλαίσιο συνεργασίας με τις 7 μεγαλύτερες ασφαλιστικές εταιρείες (το 80% των εταιρειών). Το κόστος μιας νοσηλείας για τις ασφαλιστικές εταιρείες θα ήταν το μισό από ό,τι θα ήταν σε ένα ιδιωτικό νοσοκομείο. Η αποτυχία της προσπάθειας εκείνης, υποστήριξε ο κ. Πολύζος, οφειλόταν στην έλλειψη κεντρικού φορέα που να διαχειρίζεται το όλο εγχείρημα, στην αναποτελεσματικότητα των διοικήσεων, οι οποίες αδυνατούσαν να υλοποιήσουν τη συμφωνία, και στον μεγάλο αριθμό των νοσοκομείων. Ο κ. Πολύζος πρότεινε ότι οποιοδήποτε νέο εγχείρημα θα πρέπει να επιχειρηθεί στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, σε μικρό αριθμό νοσοκομείων, ώστε η κατάσταση να είναι πιο διαχειρίσιμη. Πρόσθεσε, τέλος, ότι θα μπορούσε να υπάρξει χρηματοδότηση μιας συμπληρωματικής ασφάλισης στο πρότυπο ξένων συστημάτων, κατά το οποίο οι εργαζόμενοι και οι εργοδότες πληρώνουν το βασικό ασφάλιστρο και το κράτος επιδοτεί.
Σχολιάζοντας την κατάσταση από την πλευρά του δημόσιου τομέα, ο κ. Σπύρος Αποστολόπουλος, Διοικητής του Νοσοκομείου «Αττικόν», παρατήρησε ότι οι μεγάλες θεσμικές μεταβολές που έχει επιφέρει η πολιτεία στις εργασιακές σχέσεις με το προσωπικό του δημόσιου συστήματος υγείας έχουν δημιουργήσει μια καινούρια εργασιακή πραγματικότητα: το πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης ιατρικό προσωπικό έχει πλέον την ελευθερία να ασκήσει ιδιωτικό επάγγελμα, μέσω των απογευματινών ιατρείων και χειρουργείων, κάτι που επί 40 χρόνια δεν είχε. Συνεπώς, ήδη το δημόσιο έχει επεξεργαστεί ένα εσωτερικό σύστημα ΣΔΙΤ, μέσα στους κόλπους του. Αυτή η πραγματικότητα έχει δημιουργήσει και μια ωριμότητα συνθηκών, η οποία ανοίγει τον δρόμο για συνέργειες με την ιδιωτική αγορά, με ένα θεσμικό πλαίσιο το οποίο είναι πολύ πιο ευνοϊκό σήμερα από ό,τι ήταν στο παρελθόν.
Επομένως, ένα δημόσιο νοσοκομείο σήμερα μπορεί να αναπτύξει μια υγιή σύμπραξη με μια ιδιωτική ασφαλιστική εταιρεία, συνέχισε ο κ. Αποστολόπουλος, εφόσον συντρέξουν κάποιες προϋποθέσεις, οι οποίες θα καθορίζουν το εύρος της συνέργειας. Σε πρώτη φάση, η συνεργασία καλό θα ήταν να ξεκινήσει από στοχευμένες περιοχές, για παράδειγμα τα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου υπάρχουν πανεπιστημιακά νοσοκομεία, τα οποία κατά τεκμήριο έχουν καλύτερη στελέχωση, δομή και υποδομή και, άρα, συγκεντρώνουν περισσότερες συνθήκες και προϋποθέσεις για μια αποτελεσματική συνέργεια. Επίσης, καλό θα ήταν το εγχείρημα να ξεκινήσει από μια γκάμα πιο σπάνιων υπηρεσιών, που απαιτούν μεγαλύτερη υποδομή, πιο εξειδικευμένες υπηρεσίες και πιο εξειδικευμένη τεχνολογία, και όχι από επεμβάσεις ρουτίνας, οι οποίες μπορούν να αντιμετωπιστούν οπουδήποτε.
Συνεπώς, κατέληξε ο κ. Αποστολόπουλος, αν υπάρχει καλή θέληση και από τις δύο πλευρές, αξιοπιστία και ένα σοβαρό πλαίσιο το οποίο θα καθορίζει και θα αναδιανέμει εισοδήματα και ωφέλειες, δεν θα ήταν τόσο κακή μια δοκιμή σε ένα πιλοτικό μοντέλο.
Συζήτηση
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, ο κ. Δερβένης αναφέρθηκε αρχικά σε ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» και το οποίο εντόπιζε δύο περιοχές κρίσης: α) το γεγονός ότι, καθώς οι δαπάνες είναι δυσανάλογες με το επίπεδο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, οι ασφαλιστικές εταιρείες αναγκάζονται να αυξήσουν το κόστος των ασφαλιστικών συμβολαίων, ακόμη και των παλαιότερων, και β) το γεγονός ότι, ενώ οι ιδιωτικές δαπάνες έχουν φθάσει τα 5,5 δισ., ο Ε.Ο.Π.Υ.Υ., αντί να συμπληρώνει το ασφαλιστικό κομμάτι, πληρώνει τα ελλείμματα ή τα υπερκόστη του κράτους. Και στο σημείο αυτό, ο κ. Δερβένης έθεσε το εξής ερώτημα: Σε μια αγορά που λειτουργεί στρεβλά και δεν ακολουθεί τους κανόνες ανταγωνιστικότητας, μπορούν να λειτουργήσουν οι ΣΔΙΤ σε οποιαδήποτε μορφή;
Ο κ. Βελιώτης σχολίασε ότι σήμερα οι Έλληνες που έχουν ιδιωτική ασφάλιση είναι λιγότεροι από 2 εκ., αλλά η ζήτηση για ιδιωτική ασφάλιση είναι πολύ μεγάλη. Το πρόβλημα –πέρα από τα ζητήματα κουλτούρας, που πλέον αλλάζει– είναι το υψηλό κόστος, το οποίο θα πρέπει να μειωθεί προκειμένου να μπορεί περισσότερος κόσμος, και ιδίως ο νεαρός πληθυσμός, να αγοράζει ιδιωτική ασφάλιση. Το δημόσιο προσφέρει μια πολύ βιώσιμη λύση και θα μπορούσαν να γίνουν πιλοτικά μία δύο δοκιμές σύμπραξης σε πιο μικρή κλίμακα, να διορθωθούν τα λάθη και σταδιακά να αναπτυχθεί η συνεργασία.
Ο κ. Πολύζος σχολίασε με τη σειρά του ότι στη σημερινή αγορά κυριαρχεί η προσφορά, αλλά οι πάροχοι δεν καταφέρνουν να ανταποκριθούν στον ρόλο τους. «Γιατί δεν μπορούν οι ασφαλιστικές εταιρείες να επιβάλουν λογικές τιμές στα ιδιωτικά νοσηλευτήρια;», αναρωτήθηκε ο κ. Πολύζος και συνέχισε: Γιατί δεν μπορεί ο Ε.Ο.Π.Υ.Υ. να προσφέρει συμπληρωματική ασφάλιση σε όσους επιθυμούν επιπλέον παροχές; Γιατί δεν μπορεί μια ασφαλιστική εταιρεία να προσφέρει συμπληρωματική ασφάλιση και ζητάει υπέρογκα ποσά για πλήρη ασφάλιση; Το κράτος θα πρέπει πρώτα να βάλει τάξη στην αγορά και μετά να δει αν μπορεί να ελέγξει τις τιμές, κατέληξε ο κ. Πολύζος.
Τέλος, ο κ. Αποστολόπουλος πρότεινε οι εταίροι να κάνουν μια ειλικρινή συζήτηση και να δουν τις παθογένειες, τις αδυναμίες και τις κακές προσεγγίσεις του παρελθόντος. Επισήμανε δε, ότι αφού μιλάμε για συνέργειες οι οποίες έχουν οικονομικό αντίκρισμα, αυτές θα πρέπει να είναι αμοιβαία ωφέλιμες. Το δημόσιο θα πρέπει να κατανοήσει τον τρόπο σκέψης της ιδιωτικής αγοράς και η ιδιωτική αγορά θα πρέπει να κατανοήσει τους περιορισμούς του δημοσίου, κατέληξε ο κ. Αποστολόπουλος.