Την πρώτη ημέρα του συνεδρίου έγινε μια ιδιαίτερα επίκαιρη συζήτηση για την αξία και το αποτύπωμα του εμβολιασμού η οποία, όπως σχολίασε ο καθηγητής πολιτικής υγείας και συντονιστής της συνεδρίας, κ. Κυριάκος Σουλιώτης, χαρακτηρίζεται από «πλουραλισμό», καθώς σε αυτήν εκπροσωπούνται η φαρμακοβιομηχανία, οι ασθενείς, το κράτος/ο πληρωτής και η ακαδημαϊκή κοινότητα.
Θέλοντας να δώσει τροφή για σκέψη, ο κ. Σουλιώτης ανέφερε στην εισαγωγή του πως, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, 30% των Ελλήνων δεν γνωρίζουν ότι το εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμού περιλαμβάνει εμβόλια για ενήλικες, 30% νιώθουν ότι δεν κινδυνεύουν να νοσήσουν και 30% δηλώνουν ότι η εμπιστοσύνη τους στα εμβόλια κλονίστηκε μετά την εμπειρία της πανδημίας.
Μαθήματα από την πανδημία για τη στάση απέναντι στον εμβολιασμό
Ο πρώτος ομιλητής, ο καθηγητής ιατρικής κ. Χρήστος Λιονής, μίλησε για τα μαθήματα που αποκομίσαμε από την πανδημία, εστιάζοντας σε τρία σημεία: την ευαλωτότητα, τη διστακτικότητα ή άρνηση στον εμβολιασμό, και τον σχεδιασμό στρατηγικών εμβολιασμού για μια επόμενη πανδημία.
Όπως ανέφερε ο ομιλητής, στη διάρκεια των εμβολιαστικών προγραμμάτων για την πανδημία διαπιστώθηκε ότι οι υπερήλικες και άλλοι ευάλωτοι πληθυσμοί παρουσίαζαν σοβαρά θέματα λειτουργικότητας, διαταραχές θρέψης, υψηλά επίπεδα κατάθλιψης και συναισθηματικών διαταραχών, χαμηλό ποσοστό αυτοσυμπόνιας, υψηλό ποσοστό αισθήματος απομόνωσης και αποξένωσης και υψηλό ποσοστό πολυφαρμακίας. Ο κ. Λιονής τόνισε τη σημασία του ορισμού της ευαλωτότητας και επισήμανε πως ευάλωτοι δεν είναι μόνο όσοι έχουν υποκείμενα νοσήματα, αλλά και οι κοινωνικά περιθωριοποιημένοι, οι επαγγελματίες σε υπηρεσίες υγείας και φροντίδας, οι ψυχικά και ψυχολογικά ευάλωτοι και οι οικονομικά ευάλωτοι.
Αναφορικά με τη διστακτικότητα ή και την άρνηση απέναντι στα εμβόλια, ο κ. Λιονής εξέφρασε την άποψη ότι το θέμα δεν αντιμετωπίστηκε αρκετά σωστά και ότι συχνά καταγγέλθηκαν ή στιγματίστηκαν κοινωνικές ομάδες. Κατά τη γνώμη του, για την αντιμετώπιση της διστακτικότητας θα πρέπει να μελετήσουμε και να κατανοήσουμε τους θεωρούμενους κινδύνους που απασχολούν τον αρνητή του εμβολίου, καθώς και την κουλτούρα και τα βιώματά του που τον οδηγούν σε μια τέτοια στάση. Μελέτη που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο ενός σχετικού προγράμματος του Πανεπιστημίου της Κρήτης καθόρισε τα έξι συχνότερα σενάρια αντιλήψεων που σχετίζονται με διστακτικότητα απέναντι στον εμβολιασμό και πρότεινε τις εκπαιδευτικές και συμβουλευτικές παρεμβάσεις που θα ήταν κατάλληλες για την αντιμετώπιση των ενστάσεων στο κάθε σενάριο.
Τέλος, ο κ. Λιονής, παρουσίασε το πρόγραμμα EUVABECO που συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, και το οποίο συντονίζει το Πανεπιστήμιο της Κρήτης και έχει ως στόχο να μελετήσει τις εμπειρίες και τα δοκιμασμένα εργαλεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να ετοιμάσει, μετά από πιλοτικές εφαρμογές, τη στρατηγική για την αντιμετώπιση μιας επόμενης πανδημίας.
Εκπαίδευση των επαγγελματιών υγείας για τα εμβόλια
Εκπροσωπώντας την πλευρά των ασθενών, η κ. Μένια Κουκουγιάννη, ιδρύτρια της εταιρείας «The addcase – Business and Policy Navigators», επισήμανε πως, ενώ γίνεται πολύς λόγος για το ζήτημα της εκπαίδευσης των ασθενών και των φροντιστών τους, δεν υπάρχει παράλληλα συζήτηση για το κατά πόσο χρειάζονται και οι επαγγελματίες υγείας εκπαίδευση για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα. «Το πρόβλημα, δηλαδή, το έχουν μόνο οι ασθενείς και οι φροντιστές τους και οι πολίτες γενικότερα, επειδή δεν καταλαβαίνουν ή δεν θέλουν να μάθουν;», αναρωτήθηκε η κ. Κουκουγιάννη και συνέχισε: «Τι γίνεται με την επικοινωνία με τον θεράποντα ιατρό ή με τον προσωπικό γιατρό; Πόσος χρόνος αφιερώνεται από τον γιατρό στον ασθενή και στον φροντιστή του για να του εξηγήσει πώς λειτουργούν τα εμβόλια και πόσο καλό θα του κάνουν; Ο ίδιος ο γιατρός και οι νοσηλευτές και όλοι οι επαγγελματίες υγείας έχουν κάνει τα εμβόλια;», κατέληξε η κ. Κουκουγιάννη.
Τα εμβόλια ως σημαντική παρέμβαση δημόσιας υγείας
Λαμβάνοντας στη συνέχεια τον λόγο, ο κ. Antonino Biroccio, Πρόεδρος και Γενικός Διευθυντής της GSK Ελλάδας, υπογράμμισε τη σημασία της πρόληψης και τόνισε πως τα εμβόλια είναι η σημαντικότερη παρέμβαση για τη δημόσια υγεία μετά τη φροντίδα για καθαρό νερό. Τα εμβόλια συμβάλλουν στην αντιμετώπιση νόσων, όπως συνέβη πρόσφατα με την COVID, αλλά και στην εκρίζωση νόσων που έχουν ταλαιπωρήσει την ανθρωπότητα, όπως για παράδειγμα η πολιομυελίτιδα. Συγχρόνως, όμως, αποτελούν μια έξυπνη οικονομική στρατηγική, καθώς η επένδυση 1 ευρώ στα εμβόλια αποδίδει 20 ευρώ σε άμεσες και έμμεσες εξοικονομήσεις. Τέλος, το αναμφισβήτητο γεγονός της γήρανσης του πληθυσμού υπαγορεύει ταχύτατες κινήσεις για την προστασία αυτού του πληθυσμού και ενίσχυση της πρόληψης για τη διατήρηση της βιωσιμότητας του συστήματος υγείας.
Αναφορικά με την κατάσταση στην Ελλάδα, ο κ. Biroccio δήλωσε πως τα ποσοστά εμβολιασμού των ενηλίκων δεν είναι και τόσο υψηλά και σίγουρα δεν βρίσκονται στο επίπεδο που παρατηρούμε στην παιδιατρική, όπου η κάλυψη από τα εμβόλια φθάνει το 90-95%. Στη χώρα έχει γίνει μια καλή προσπάθεια με την ένταξη ορισμένων εμβολίων στο εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμού των ενηλίκων και με τον διαχωρισμό του προϋπολογισμού για τα εμβόλια από τον προϋπολογισμό για τα φάρμακα. Ωστόσο, οι προσπάθειες που έχουν γίνει ήταν μάλλον σποραδικές και όχι οργανωμένες στο πλαίσιο μιας εθνικής στρατηγικής πρόληψης. Επομένως, κατέληξε ο κ. Biroccio, η χώρα βρίσκεται σε μια σχετικά καλή θέση, αλλά θα πρέπει να κάνει κι άλλες ενέργειες προκειμένου να επιταχύνει την εμβολιαστική κάλυψη των ενηλίκων.
Η συμβολή της Επιτροπής Διαπραγμάτευσης
Εκπροσωπώντας την πολιτεία, η κ. Βασιλική-Κωνσταντίνα Γκογκοζώτου, φαρμακοποιός και Μη Εκτελεστική Πρόεδρος του ΕΟΠΥΥ & Πρόεδρος της Επιτροπής Διαπραγμάτευσης Τιμών Φαρμάκων, επισήμανε αρχικά την εξοικονόμηση 2,2 δισ. ευρώ που έχει επιτευχθεί τα τελευταία τρία χρόνια χάρη στις προσπάθειες της Επιτροπής Διαπραγμάτευσης και πρόσθεσε ότι η χώρα επενδύει στην πρόληψη, τόσο με εκστρατείες ενημέρωσης όσο και με αύξηση του προϋπολογισμού για την παροχή εμβολίων. Στη συνέχεια, η κ. Γκογκοζώτου εξήγησε τη διαδικασία που ακολουθείται για την ένταξη νέων εμβολίων στο εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμού, με τη συμβολή της Επιτροπής Αξιολόγησης, της Επιτροπής Διαπραγμάτευσης και της Επιτροπής Εμβολίων, καθώς και τις προσπάθειες που καταβάλλονται για την επίσπευση αυτής της διαδικασίας. Επισήμανε δε ότι για μια πιο ομαλή εξέλιξη της διαδικασίας είναι σημαντικό να γνωρίζει η Επιτροπή Διαπραγμάτευσης για ποιο συγκεκριμένο τμήμα του πληθυσμού προορίζεται το εκάστοτε εμβόλιο.
Ο ρόλος των γιατρών στην προαγωγή του εμβολιασμού
Τέλος, η κ. Φλώρα Μπακοπούλου, Καθηγήτρια Παιδιατρικής – Εφηβικής Ιατρικής – Κλινικής Φαρμακολογίας, τόνισε κι αυτή με τη σειρά της την τεράστια αξία των εμβολίων στην πρόληψη και επισήμανε πως οι παιδίατροι είναι η κατ’ εξοχήν ειδικότητα που είναι συνδεδεμένη με τον εμβολιασμό. Οι παιδίατροι είναι στην πραγματικότητα αυτοί που προάγουν τον εμβολιασμό στην Ελλάδα, επισήμανε η κ. Μπακοπούλου, ενώ άλλες ειδικότητες που επίσης σχετίζονται με τα εμβόλια, όπως για παράδειγμα οι παθολόγοι ή οι γυναικολόγοι, είναι πολύ λιγότερο εξοικειωμένες. Υπογράμμισε πως ο ισχυρότερος παράγοντας για να εμβολιαστεί κάποιος είναι να λάβει ισχυρή σύσταση από τον γιατρό του και πως η βασική αιτία για τη χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη είναι το γεγονός ότι οι ίδιοι οι γιατροί δεν πιστεύουν στο εμβόλιο και δεν το συστήνουν ισχυρά. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα ανέφερε το εμβόλιο του HPV κατά του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας, αποδίδοντας τα πολύ χαμηλά ποσοστά κάλυψης των εφήβων στην αμφιθυμία των επαγγελματιών υγείας σχετικά με την αναγκαιότητα του εμβολίου. Επομένως, κατέληξε η κ. Μπακοπούλου, στους επαγγελματίες υγείας εναπόκειται το βάρος της επιτυχούς έκβασης και επιτυχούς εμβολιαστικής κάλυψης της χώρας.
Συζήτηση
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, ο κ. Λιονής υπογράμμισε με σθένος την ανάγκη εκπαίδευσης των επαγγελματιών υγείας σε θέματα επικοινωνίας και παρακίνησης, υποστηρίζοντας πως οι απλές συστάσεις δεν αρκούν και αυτό είναι κάτι που παρατηρείται όχι μόνο σε σχέση με τα εμβόλια, αλλά και σε άλλους τομείς, όπως η διακοπή του καπνίσματος ή η αντιμετώπιση της παχυσαρκίας. Τόνισε επίσης τη σημασία της λεγόμενης οικογενειακής ιατρικής, η οποία, όπως είπε, θα πρέπει να γίνει πραγματικά οικογενειακή και να λειτουργεί με σύγκληση της οικογένειας, δεδομένου ότι ο θεσμός της οικογένειας παραμένει ισχυρός στην Ελλάδα. Πρόσθεσε, τέλος, ότι για την επίτευξη υψηλής εμβολιαστικής κάλυψης θα πρέπει να ακολουθηθεί μια προσέγγιση που να είναι κάθε φορά προσαρμοσμένη στην κουλτούρα του εκάστοτε ασθενούς, κάτι για το οποίο απαιτείται φυσικά εκπαίδευση. Ο κ. Biroccio, αφού πρώτα εξέφρασε την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι στην Ελλάδα τα εμβόλια αντιμετωπίζονται ως επένδυση, ανέφερε στη συνέχεια τους πέντε πυλώνες στους οποίους θα πρέπει να εστιάσουμε για την επίτευξη μεγαλύτερης εμβολιαστικής κάλυψης στους ενήλικες: α) αξιολόγηση των εμβολίων και αναγνώριση της προστιθέμενης αξίας που προσφέρουν, β) ενημέρωση και εκπαίδευση τόσο του κοινού όσο και των επαγγελματιών υγείας σχετικά με τα οφέλη του εμβολιασμού, γ) καθορισμό συγκεκριμένων στόχων εμβολιαστικής κάλυψης για κάθε εμβόλιο και υποστήριξη αυτών των στόχων με τους αντίστοιχους πόρους, δ) επίτευξη μεγαλύτερων εκπτώσεων εκ μέρους της φαρμακοβιομηχανίας μέσω της πιο εκτεταμένης χρήσης των εμβολίων και ε) σύστημα παρακολούθησης των εμβολιασμών και αποστολής υπενθυμίσεων παρόμοιο με αυτό που εφαρμόστηκε για τα εμβόλια κατά της COVID. Η κ. Γκογκοζώτου επισήμανε πως, από τη στιγμή που το κράτος χρηματοδοτεί τα εμβόλια και τα προγράμματα εμβολιασμού, είναι κρίμα αυτά να μην αξιοποιούνται στον μέγιστο βαθμό και πρόσθεσε πως όσο πιο ευρεία είναι η χρήση ενός εμβολίου τόσο χαμηλότερες είναι οι τιμές που μπορεί να επιτύχει το κράτος. Ο κ. Σουλιώτης σχολίασε τα αποτελέσματα έρευνας που έδειξε πως οι ασθενείς ζητούν τρία πράγματα: α) περισσότερες εκστρατείες ενημέρωσης, β) περισσότερο χρόνο από πλευράς του γιατρού για την ενημέρωση και την εκπαίδευση των ασθενών και γ) υπενθυμίσεις για την πραγματοποίηση των εμβολίων. Τέλος, η κ. Κουκουγιάννη δήλωσε πως συμφωνεί με την κ. Μπακοπούλου σχετικά με τον ρόλο που παίζουν οι παιδίατροι στην επίτευξη υψηλής εμβολιαστικής κάλυψης στα παιδιά, η οποία αγγίζει το 100%. Ο ρόλος αυτός, επισήμανε η κ. Κουκουγιάννη, αποτελεί υπόδειγμα για τη σχέση που πρέπει να έχει ο επαγγελματίας υγείας με την οικογένεια. Υπογράμμισε επίσης πως οργανωμένη εθνική εκστρατεία ενημέρωσης του κοινού για τα εμβόλια δεν υπάρχει στην πραγματικότητα για καμία πάθηση, παρά μόνο μεμονωμένες και σποραδικές απόπειρες. Καταλήγοντας είπε πως απαιτείται μακροχρόνια και μόνιμη ενημέρωση με πανελλαδική κάλυψη, αποστολή υπενθυμίσεων, όπως έγινε στην περίπτωση των εμβολίων της COVID, και μακροχρόνια επένδυση, όχι μόνο για την παραγωγή νέων εμβολίων, αλλά και για την ενημέρωση σχετικά με την ασφάλειά τους.