Το 2014, ο Τομέας Οικονομικών της Υγείας της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας (ΕΣΔΥ), υπό την καθοδήγηση του Καθηγητή Γιάννη Κυριόπουλου, διεξήγαγε την πρώτη έρευνα για το ταξίδι των ασθενών με καρκίνο του μαστού στην Ελλάδα. Η έρευνα αυτή αποτέλεσε μια σημαντική και καινοτόμα πρωτοβουλία, μέσα από την οποία αναδείχθηκαν σημαντικές πτυχές του φορτίου της νόσου στην Ελλάδα και διαμορφώθηκαν συγκεκριμένες προτάσεις πολιτικής, με σκοπό τη βελτίωση του «ταξιδιού» των γυναικών με καρκίνο του μαστού.
Το 2024, δέκα χρόνια μετά, το Εργαστήριο Αξιολόγησης Τεχνολογιών Υγείας (LabHTA) της Σχολής Δημόσιας Υγείας του ΠΑ.Δ.Α. και ο Πανελλήνιος Σύλλογος Γυναικών με Καρκίνο Μαστού «Άλμα Ζωής» επανέλαβαν την έρευνα, με στόχο να διαπιστωθεί τι έχει αλλάξει στο ευαίσθητο αυτό πεδίο. Τα αποτελέσματα παρουσιάστηκαν στη συνεδρία για Tο ταξίδι των ασθενών με καρκίνο μαστού: 10 χρόνια μετά, με τις κ. Παρασκευή Μιχαλοπούλου, Πρόεδρο Δ.Σ. Πανελληνίου Συλλόγου Γυναικών με Καρκίνο Μαστού «Άλμα Ζωής» και κ. Βασιλική Τσιάντου, Οικονομολόγο Υγείας, Συνεργάτιδα έρευνας, Εργαστήριο ΑΤΥ, ΠΑ.Δ.Α. στο προεδρείο, και σχολιασμό από την κ. Δόμνα Μιχαηλίδου, Βουλευτή, τέως Υπουργό Εργασίας και την κ. Ζένια Σαριδάκη-Ζώρα, Παθολόγο Ογκολόγο, Πρόεδρο Ε.Ο.Π.Ε.
Προλογίζοντας τη συνεδρία, η κ. Μιχαλοπούλου ανέφερε πως σύμφωνα με τον ΠΟΥ, στην Ελλάδα διαγιγνώσκονται κάθε χρόνο περίπου 9.00 άτομα με καρκίνο μαστού, από τα οποία οι 100 είναι άνδρες, και έδωσε τον λόγο στην κ. Βασιλική Τσιάντου και την κ. Χριστιάνα Μήτση, Ψυχολόγο, Υπεύθυνη Επιστημονικών Προγραμμάτων Πανελληνίου Συλλόγου Γυναικών με Καρκίνο Μαστού «Άλμα Ζωής» για να παρουσιάσουν τα αποτελέσματα της έρευνας που καταγράφουν στοιχεία μετά την έρευνα του 2014 μέχρι σήμερα.
Η έρευνα διεξήχθη μέσω ερωτηματολογίου τον Απρίλιο 2024, σε γυναίκες άνω των 18 ετών, οι οποίες είχαν διαγνωστεί με πρώιμου ή τοπικά προχωρημένου καρκίνου μαστού από 1/1/2019 έως και 30/6/2023 και βρίσκονται στο στάδιο της παρακολούθησης.
Συγκεκριμένα, καταγράφηκε ότι το 50,5% των γυναικών εντόπισαν το πρόβλημα κατά τον προληπτικό έλεγχο και απευθύνθηκαν άμεσα σε γιατρό, και επίσης, αυξήθηκε το ποσοστό της βιοψίας πριν από το χειρουργείο. Ωστόσο, το 60% των ασθενών εξακολουθεί να απευθύνεται στον ιδιωτικό τομέα για το χειρουργείο, με σημαντική ίδια δαπάνη που φθάνει περίπου τα 4.700 €. Και σήμερα, οι ασθενείς ακολουθούν τον γιατρό τους στο νοσοκομείο με το οποίο συνεργάζεται για την επέμβαση ή τη θεραπεία τους. Τέλος, ο αριθμός των ασθενών που για τη διάγνωση απευθύνονται στον χειρουργό ογκολόγο και όχι σε άλλες ειδικότητες έχει αυξηθεί. Παρ’ όλα αυτά ακόμη και σήμερα ένα 17% των γυναικών δεν αντιδρά άμεσα, μη συνδέοντας τα συμπτώματα με καρκίνο του μαστού.
Το στάδιο από την πρώτη επίσκεψη σε γιατρό μέχρι την οριστικοποίηση της διάγνωσης συνεχίζει να παρουσιάζει μεγάλη καθυστέρηση, με το 23,2% των ασθενών να αναφέρουν καθυστέρηση στη λήψη έγκαιρης φροντίδας από το σύστημα υγείας, στην πλειονότητά τους σε αυτό το στάδιο. Επιπλέον, 50,4% αντιμετωπίζουν τουλάχιστον ένα εμπόδιο στην πρόσβαση σε γιατρό πριν από τη διάγνωσή τους.
Συγκριτικά με 10 χρόνια πριν, μεγαλύτερο ποσοστό των συμμετεχουσών στην έρευνα του 2024 εντοπίζει το κύριο πρόβλημα στις προληπτικές εξετάσεις, γεγονός που υπογραμμίζει την ανάγκη για καλύτερη ενημέρωση των γυναικών. Στις θετικές αλλαγές καταγράφεται ότι μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών σήμερα απευθύνθηκε άμεσα σε γιατρό αφού εντόπισε το εύρημα ή σύμπτωμα, και ότι το πρώτο σημείο επαφής για την πλειονότητα των συμμετεχουσών είναι σήμερα ο χειρουργός μαστού, έναντι του γυναικολόγου. Η απαραίτητη βιοψία γίνεται πια σε πολύ μεγαλύτερη συχνότητα πριν από το χειρουργείο, παράλληλα, εξελίξεις στη θεραπευτική αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού, αποτυπώνονται και στο «ταξίδι» των ασθενών εντός του συστήματος υγείας. Πλέον έχουν προστεθεί στη φαρέτρα των γιατρών νέα φάρμακα, π.χ. νέοι βιολογικοί παράγοντες, και μορφές χορήγησης, π.χ. ανοσοθεραπεία, καθώς και μεγαλύτερο εύρος εξετάσεων γονιδιακής υπογραφής / ελέγχου, και βιοδεικτών.
Ο καρκίνος του μαστού προκαλεί ψυχολογική, σωματική, επαγγελματική, κοινωνική επιβάρυνση, με πολύ σημαντική την οικονομική επιβάρυνση τόσο του συστήματος όσο και των ασθενών και της ευρύτερης οικογένειας. Στο ταξίδι της ασθενούς, οι σύλλογοι ασθενών προσφέρουν την ψυχοκοινωνική υποστήριξη, ένα έργο που θα έπρεπε να έχει αναλάβει η πολιτεία. Χρειάζεται να επιμείνουμε στη μελέτη, δήλωσαν οι ομιλήτριες, να επενδύσουμε σε ερευνητικά πρωτόκολλα που μας βοηθούν να χαρτογραφούμε και να σχεδιάζουμε δράσεις με βάση τα δεδομένα της χώρας μας και τις ανάγκες του πληθυσμού της.